Thursday, December 31, 2009

Faaip De Oiad



Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή. Ο κόσμος δεν πρόκειται να γνωρίσει frontman, ερμηνευτή, τραγουδιστή σαν τον Geoff Tate. Ποτέ, ποτέ ξανά. Διαφωνείς; Άκουσον πρώτα και διαφωνείς μετά.

Σε πρώτη φάση, μιλάμε για τη φωνή ενός από τα σημαντικότερα metal συγκροτήματα όλων των εποχών-σαν να λέμε, οι Queensryche έπαιζαν progressive την εποχή που οι Dream Theater δεν ήξεραν ακόμα πόσα τάστα έχει η κιθάρα. Αλλά ακόμα κι έτσι, μπορώ να σου πω για εκατομμύρια τραγουδιστές με φωνάρες που γκρέμιζαν γεφύρια, ή ακόμα και για καταπληκτικούς frontmen, θρυλικούς ερμηνευτές. Και αφού τελειώσω με αυτούς, να πρέπει να συζητήσουμε εξαρχής, by scratch, για τον Tate. Για αρχή, όμως, κράτα αυτό. Τραγουδάει στους Queensryche.

Στο πρώτο μισό των 80's, κούφανε τον κόσμο με το (προφανέστατα επηρεασμένο από Dickinson, Halford, Gillan και σία) στυλ της US metal τσιρίδας, αρκετά χρόνια πριν αυτό γίνει ρεύμα. Εντάξει, οι ψηλές νότες του είναι από άλλο ανέκδοτο, όντως, αλλά αυτό δε λέει και πολλά στον πλανήτη του Midnight και του Steve Benito-νομίζω. Βέβαια, ούτε αυτοί οι δύο κύριοι μπορούν να περηφανευτούν ότι είχαν πάρα πολύ εύκολα ένα "Deliverance", αλλά 'ντάξει, γάμησε το τώρα. Δεν είναι η τσιρίδα το θέμα μας.

Το 1986, το heavy metal περνούσε την εφηβεία του, κατα μία έννοια. Τα μεγάλα συγκροτήματα έβγαζαν τα αριστουργήματα τους, το νέο αίμα έπιανε τα όργανα του και ξεκινουσε. Όλα αυτά στο πλαίσιο του κλασσικού ήχου, φυσικά. Η μόνη ουσιαστική παρέκλιση ήταν το thrash (Slayer, Anthrax, Megadeth κλπ) ή το πρώιμο ακραίο metal (Bathory, Celtic Frost) το οποίο όμως, ουσιαστικά, παραμόνευε στο underground αυστηρά. Από άποψη θεματολογίας, η συνταγή fantasy-epic δούλευε δυναμικά, κι από εκεί και πέρα, ρηχά νερά γενικά-η μουσική πάντα σε πρώτο επίπεδο μεν, αλλά έννοιες τύπου concept album, ήταν αν όχι άγνωστες, για τους εξαιρετικά μυημένους. Και ξαφνικά, "Rage For Order".

Την εποχή της χαίτης και των ραφτών στα denim jackets, οι Queensryche έβγαλαν ένα δίσκο που, αμφιβάλλω μέχρι και σήμερα αν έχει εξερευνηθεί πλήρως. Είναι concept; Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά. Οι ίδιοι, σε συνεντεύξεις, άφηναν να πλανάται μια υπόνοια ότι υπάρχει ένα κεντρικό θέμα που έχει να κάνει με vampires, κι απο εκεί και πέρα, μύθος. Ο Tate, από την άλλη, δείχνει "δόντια" στον κόσμο της μουσικής, έτοιμος να αμολήσει την προσωπική του Hiroshima, δύο χρόνια μετά. Ουρλιάζει, ψιθυρίζει, κλαίει, καλεί σε επανάσταση, διασκευάζει Lisa Dalbello (ποια;), παίρνει ρόλους και στους πετάει στα μούτρα σαν ηθοποιός. Θέλει να σε κάνει να σκέφτεσαι πριν και μετά το headbanging. Είναι 1986 και το metal περνά την εφηβεία του, κι ο τύπος κάνει πράγματα που φάνταζαν αδιανόητα στα 90's, ούτε καν στην εποχή τους.

Το album που έβγαλαν οι 'Ryche το 1988, λένε κάποιοι, είναι το τελειότερο metal album που έγινε ποτέ. Κάποιες μέρες της ζωής μου, με βρίσκω να συμφωνώ. Τις υπόλοιπες που διαφωνώ, αρκούμαι να πιστεύω ότι είναι η τελειότερη ερμηνεία όλων των εποχών-και δεν εννοώ μόνο στο heavy metal ή στο rock γενικότερα. Ο Geoff Tate ενσαρκώνει το ρόλο του Nikki, ενός περιθωριακού τύπου ο οποίος γίνεται μέλος μιας οργάνωσης υπό τις εντολές ενός σκιώδους χαρακτήρα ονόματι Dr.X, ο οποίος τον εθίζει και στην ηρωΐνη για να τον ελέγχει απόλυτα. Είναι ανώφελο να αρχίσουμε να κρίνουμε το ΠΩΣ ερημνεύει το ρόλο. Φτάνει να αναφέρουμε ότι μετά τις ηχογραφήσεις του δίσκου, ο Tate χρειάστηκε ψυχολόγους για να τον βοηθήσουν να ξεφύγει από τον χαρακτήρα, να βγει από αυτόν και να ξαναγίνει ο εαυτός του. Το "Operation: Mindcrime", τελικά, είναι ένα έργο τέχνης που δεν μπορείς να αμφισβητήσεις. Είναι η Guernica, οι πυραμίδες, το Σινικό Τείχος και η Αφροδίτη της Μήλου. Και πρωταρχικό ρόλο σε αυτή του την ιδιότητα, παίζει αυτή η φωνή.

Στην περιοδεία για το album "Empire" (1991), οι Queensryche ήταν πια αρκετά μεγάλο όνομα ώστε να μπορούν να υποστηρίξουν ένα μεγαλεπήβολο εγχείρημα. Να παίξουν ζωντανά ολόκληρο το "Operation: Mindcrime", για να δημιουργηθεί το live album που τελικά ονομάστηκε "Operation: LIVEcrime".

Πρόσεξε με τώρα.

Ο Tate έχει σχεδόν τρελαθεί κατά τις ηχογραφήσεις του 1988, ηρεμεί, βγάζουν νέο, απλούστερο, λιγότερο απαιτητικό (αλλά αρκούντως συγκλονιστικό-προσωπικά του θέματα μέσα και δε συμμαζεύεται) δισκάκι και στην περιοδεία του, αποφασίζει να ξαναπιάσει το "Mindcrime", ολόκληρο, αυτούσιο, και να πρέπει να το εκφράσει και επι σκηνής! Πόσα θες να μας κουφάνεις; Ψύχωση με την τέχνη σου, σχιζοφρένεια κατά το δοκούν, κι αν δεν είναι αυτό καλλιτέχνης τότε δεν ξέρω τι είναι. Σε εκείνη την περιοδεία ήταν που πραγματικά μάγεψε τον κόσμο με τη θεατρικότητα του επί σκηνής, με τον τρόπο που ζούσε τα κομμάτια όχι μόνο με τη φωνή του πλέον, αλλά με όλο του το σώμα, τις κινήσεις του, το βλέμμα του.



Δεν έχω κάτι άλλο να πω λοιπόν σχετικά με τον Geoff Tate. Ίσως τα έχω πει και πολλάκις, για πολλούς από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες, και θα μου πεις, "κάθε φορά λες τα ίδια και τα ίδια". Δεκτόν. Το κάνω κι αυτό. Πες μου όμως εσύ, think for yourself κι αμα δε γουστάρεις μην το παραδεχθείς σ'εμένα.

ΕΧΕΙΣ ΞΑΝΑΔΕΙ ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ;

Tuesday, December 29, 2009

Κατάρα

Πριν σε σκεφτώ νοιώθω αυτή την περίεργη σιωπή, αυτήν που συνωμοτικά αισθανόμαστε όταν κλείνουν με μία ομαδική ανάσα οι πόρτες, και ξεκινάει το βαγόνι στον ηλεκτρικό μετά από κάποιο σταθμό. Θυμάμαι που έπαιρνα το μαύρο από τη ρίζα των μαλλιών σου, έπαιρνα το κόκκινο από το σώμα σου και έγραφα συνθήματα στον τοίχο, ρεμαλάκι ψευτοεπαναστάτης, όλες μου οι γραμμές ξεφτίσαν και βρήκα να πιαστώ από τα κοκαλάκια που ασύμμετρα προβάλανε αντίσταση κάτω από το ζυγό της μέσης σου.

'Ηθελα να σε πάω σε εκείνα τα άγνωστα βουνά του Περού που δεν έχουν να πουν τίποτα κακό για μας. Σε εκείνο το χωριό που κρύφτηκαν όλοι οι μάγοι και οι παγανιστές για να γλυτώσουν από τους κατακτητές και χτίσανε τοίχος αδιαπέραστο από υπερφυσικές κατάρες, που μασούσαν τα φύλλα κόκας και τα έφτυναν στα μούτρα όποιου ήθελε να εξουσιάζεται ή να δηλώσει εξουσία.

Tuesday, December 15, 2009

Remedy Lane

And so I find myself here once again, first step down Remedy Lane.
Budapest you tore my world apart, well, here I am.
Worn with rope ends on my mind, torn with blood scarred in my eyes
But now I'm back to shake that from my life.

Ending Theme, Ending Theme
Ripping at the seams, for an opening.

Back again at Deak Ter - I know I could have left her there
It was the feeling of leaving myself that I could not bear
The same old hotel room in Pest one night before the Sziget fest
Hungarian Princess will you share my rest?
To rest in my...

Ending Theme, Ending Theme
Ripping at the seams, for an opening

"to be honest I don't know what I'm looking for - who to be
sitting here as once before, weeks ago - just waiting for a knock on that door
and I have left all I thought was me to find out, to make sure if it was you or me
that made me feel so free and real, but when we kiss I don't know, I just don't know
'cause it leaves a taste of emptiness, and I think What if I'm simply depressed?
blind, just finding rest from my mind here in Budapest?
confusing zest with the joy of being blessed with the bliss of self-escape as we kiss?
and mixing my being unstressed with your being undressed and the taste of being true
with the fresh taste of me and you as we touch? I don't know
but I saw so much of me in you, the me I've missed, the young and free in you
but still, that doesn't mean a thing, may not mean anything about my needing you
but I guess we had to meet, to be near; to make sure, and still my dear
beyond this bed and that door, to be honest, I fear I just don't know..."

To be honest I don't know what I'm looking for...
Lying here, watching you leave through that door.



And sex was always there from when I was only eight years, tempting me, leaving me thirsty
Sweat, skin, a pulse divine to balance this restless mind, it seemed so wonderfully physical
Oh the blood, the lust, the bodies that color the world: all drugs to die for! Won't you share my fire?
How can love make that world a minefield of forbidden ground?
A map of untouchable skin and silenced desire?

And love was there in vain, profound and deep but traced with pain
Loving the pure and sane he sought the goddess unstained, watching them turn to flesh again
Hungry for both the purity and sin
Life seemed to him merely like a gallery of how to be
And he was always much more human than he wished to be
But there is a logic to his world, if they could only see

Wishing - Sickened - Ill - Ticking

Someone still this hunger, always growing stronger
Budapest I'm learning, Budapest you're burning me

This is not who I wanted to be, this is not what I wanted to see
She's so young so why don't I feel free now that she is here under me?

Naked - Touching - Soft - Clutching

And then after all it lead me here to wake up again
Seeking a love that might make me feel free in myself but then it proves to be
Something that hurts inside when we touch, so I move on, I lose my way
Astray I'm trying too much to feel unchained, to burn out this sense of feeling cold
And every day I seek my prey: someone to taste and to hold
I feel alive during the split second when they smile and meet my eyes
But I could cry 'cause I feel broken inside

Come and drown with me, the undertow will sweep us away
And you will see that I'm addicted to my honesty
Trust, 'cause after all my sense of truth once brought me here
But I've lost control and I don't know if I am true to my soul
I've lost control and I don't know if I am true to my soul
Losing control and I don't know if I am true at all.

And we were always much more human than we wished to be...

And I remember when you said you've been under him, I was suprised to feel such pain
And all those years of being faithful to you, despite the hunger flowing through my veins
And I have always tried to calm things down, swallow down, swallow down
"It's just another small thorn in my crown"
But suddenly one day there was too much blood in my eyes, and I had to take this walk down
Remedy Lane of whens and whys...

Empty - Licking - Clean - Choking

Someone still this hunger, always growing stronger
Budapest I'm learning, Budapest I'm burning me
This is not who I wanted to be, this is not what I wanted to see

She's so young so why I don't feel free now that she's under me?
In the morning she's going away in a Budapest taxi I've paid
Seeking freedom I touched the untouched, it's too much...I'm beyond the pale...

Prematurity is truly the story of both you and me, and we were always much more human than we wished to be
We were always much more human than we wished to be
We will always be more human than we wish to be
We will always be so much more human than we wish to be.


Thursday, November 12, 2009

Μάθημα Ανατομίας



Εκείνο το βράδυ λοιπόν, καβάλησε την ασημένια Porsche Spider και ξεχύθηκε στον αυτοκινητόδρομο με 100 μίλια την ώρα. Ώσπου σε μια στροφή πάνω, την τσάκισε πάνω σε ένα άλλο αυτοκίνητο, και το κεφάλι του χωρίστηκε από το σώμα του.

-Που πας;
-Κάπου, έτσι...γενικά, να την πέσω.
-Τι γίνεται επάνω;
-Επάνω; Τι γίνεται επάνω; 'Ντάξει, όλα καλά επάνω.
-Κοίτα...κοίτα, αν θες να κοιμηθούμε μαζί, 'ντάξει.
-Ξέρεις κάτι; Δε μ'αρέσει έτσι.
-Και πως το περίμενες δηλαδή;
-Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Κάπως αλλιώς. Πάντως όχι έτσι. Πάω μια βόλτα στο δρόμο.
...Τουλάχιστον αν όλα αυτά δε γίνονται από φόβο, ή από ανία...ή από συναδελφική διάθεση...Μ'αγαπάς λίγο;
-Όχι μεγάλα λόγια, δεν είπαμε;
-Μάλιστα...δηλαδή μ'εσένα πως γίνεται; Κατεβάζουμε το φερμουάρ, ξεκουμπώνουμε το παντελόνι, μπαπ, τελειώσαμε;
-Δε με παίρνει για περισσότερα.
-Μάλιστα...άκου τώρα, το μάθημα της ανατομίας.
Αυτός εδώ είναι ο εγκέφαλος, ο εγκέφαλος που όλο διψάει για αλήθεια και που ποτέ δεν του δίνουν αρκετή και που ποτέ δε χορταίνει. Κι αυτή εδώ είναι η κοιλιά, που διψάει για τροφή. Κι αυτό εδώ κάτω είναι το φύλο, που διψάει για έρωτα, γιατί νιώθει μοναξιά πότε πότε. Εγώ στη ζωή μου τα θρεψα, τα χόρτασα και τα τρία, όσο μπορούσα κι όσο ήθελα. Εσύ μπορεί την κοιλιά σου λίγο...με φασκόμηλο βέβαια. Αλλά από αλήθεια, από έρωτα...τίποτα. Τίποτα, τίποτα. Μόνο φουσκωμένα λόγια, και καμώματα, και πόζες...Της αφήνει το χέρι.

Το μάθημα τέλειωσε ε...μπορείς να πηγαίνεις.

Wednesday, November 11, 2009

παν μέτρον κάκιστον


Όλα τα νούμερα κάποτε κληρώνουν. Ακόμα και τα μεγαλύτερα νούμερα έχουν κάποιες πιθανότητες. Ο ήρωας μας όμως δεν πίστευε σ' αυτές τις παπαριές. Ζούσε σ' ένα υπόγειο απ' αυτά που οι σωλήνες του καλοριφέρ περνάνε δίπλα σου, απ' αυτά που το καζανάκι είναι μία αλυσίδα που καταλήγει στο πατάρι. Που ανάβεις μια ηλεκτρική συσκευή τη φορά. Τέλοσπάντων πήρατε μία ιδέα. Αυτό λοιπόν το ατομάκι πίστευε ότι παν μέτρον κάκιστον. Ήθελε να είναι γεμάτος ουσίες. Οποιαδήποτε ουσία δεν είχε σημασία, καφεΐνη, αλκοόλ, παυσίπονα, χόρτα, ψυχότροπα, υπνωτικά. Η αναμονή της λήψης μία από αυτές τις ουσίες τον κρατούσε ζωντανό. Η νοσταλγία-θύμηση της λήψης μία από αυτές τις ουσίες τον κρατούσε ζωντανό. Αναμονή-Νοσταλγία-Λύτρωση με όποια σειρά να ναι, δύο και τρεις και πολλές φορές.
Οι περισσότεροι άνθρωποι-ανθρωποειδή-αρθρόποδα-πεντάποδα-μονόχειρα-τρίχρωμα-ασπρόμαυρα έχουν και τα δύο τους μάτια κλειστά. Περπατάνε-έρπονται-πετάνε χωρίς να βλέπουν τίποτα, μερικοί έχουμε την τύχη να ανοίγουμε που και που ένα από τα δύο, εκείνος τα είχε και τα δύο ανοιχτά όποτε ήθελε απλά βαριότανε. Εντάξει μην τον κατηγορούμε είχε την αγία τριάδα του ( Αναμονή-Νοσταλγία-Λύτρωση).
Μία μέρα του την έπεσε ένας μαύρος, όχι καμία σχέση με ρατσιστή είπαμε άλλωστε έχει δύο μάτια και μπορεί να βλέπει τα πράγματα και τους ανθρώπους όπως είναι. Απλά ήταν μαύρος και πουλούσε πρέζα στα στενά της αθήνας. Του λέει σε μια σκουρόχρωμη γλώσσα που μόνον οι δύο τους κατάλαβαν, πως έχει δύο χάπια, ένα μπλε και ένα κόκκινο. Αν έπαιρνε το μπλε θα ξυπνούσε στον αληθινό κόσμο όπου κουμάντο κάνουνε οι δημοσιογράφοι και κρατάνε τους ανθρώπους σε κουκούλια ρουφώντας τους την υπέρτατη ανθρώπινη ουσία που αναπτύχθηκε μόνο στους ανθρώπους και λέγεται: ”κοινή γνώμη”. Αν έπαιρνε το κόκκινο θα συνέχιζε να κοιμάται στο τετράτοιχο κουκούλι του.
Ο μαλάκας ο δικός μας (παν μέτρον κάκιστον αν θυμάστε) τα κούμπωσε και τα δυο μαζί. Ξαφνικά έμεινε γδυτός και δυνατές παιδικές μνήμες τον πλημμυρίσανε. Έτρεχε σε ένα τεράστιο κατάστημα με χαλιά και μοκέτες, όλων των υφών, χρωμάτων και μυρουδιών, κυλιότανε χαιδευότανε , εκσπερμάτωνε στα πιο φανταχτερά υφάσματα. Σε όποια σχισμή μπορούσε να χωρέσει το παιδικό του μυαλό είχε κουλουριαστεί.
Εμείς ξέρουμε πως η διπλή επίδραση των χαπιών θα τον ξυπνούσε μέσα σε πραγματικά γεγονότα και θα τον κοίμιζε φυτεύοντας του ψεύτικα όνειρα. Αν αναρωτιέστε ποιοι είμαστε “εμείς”, είμαστε οι μαύροι που του πουλήσαμε τα χάπια. Μας είπαν πως ήταν ο εκλεκτός που να ξέραμε πως θα έπαιρνε και τα δύο χάπια.

Ο ήρωας μας -αρχίδια ήρωας δηλαδή- κοιμότανε μέσα σε άσπρα παιδικά δωμάτια και έβλεπε τηλεόραση.
Ξυπνούσε όμως μέσα σε χωράφια γεμάτα ηχεία να παίζουνε ηλεκτρονικούς παλμούς μουδιάζοντας το κορμί του.
Κοιμότανε και έβλεπε μπάτσους παντού μέσα στο σπίτι του.
Ξυπνούσε και χοροπηδούσε κολυμπούσε σε πράσινες θάλασσες, γύρναγε τσιγάρα, έτρωγε μανιτάρια, φιλούσε όποιον και όποια ήθελε.
Κοιμότανε και έκανε έρωτα πάνω στο κρεβάτι.
Ξυπνούσε με ιδρωμένη ραχοκοκαλιά, μέσα σε όλες τις γυναίκες της ζωής του.
Κοιμότανε και τον μαθαίνανε οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, οι στρατηγοί, τα αφεντικά πως να κοιμάται.
Ξυπνούσε μέσα σε καταλήψεις, συναυλίες, παραλίες και μάθαινε πως να μαθαίνει να μένει ξύπνιος.

Tuesday, September 29, 2009

Αυτό που δε θέλω να ξέρεις


Κέντρο της πόλης. Αργά το απόγευμα. Κατεβαίνω τη Θεμιστοκλέους κι ο διάβολος γυρίζει γύρω μου σβούρες, οι πλάκες του πεζοδρομίου χορταριάζουν από κάτι μαύρα, ξερακιανά φυτά που τυλίγονται στα πόδια μου σφιχτά σαν συρματόπλεγμα. Αναπνέω πηχτό, βρώμικο αέρα όσο περπατάω και νιώθω ότι λαχανιάζει το μυαλό μου, όσο προσπαθεί να διώξει τις σκέψεις μακριά. Outnumbered, outgunned. Κανένα στενό σοκάκι δε μου κάνει χάρες πια. Με δίνουν στεγνά.

Έρχεσαι σπάνια πια.
Αλλά με σκοτώνεις, κάθε φορά.

Περπατάω για μια αιωνιότητα θαρρείς, κι εκείνο το κορίτσι μπροστά...Έχει κάτι που σε θυμίζει που να πάρει ο διάολος. Περπατάει διαφορετικά από εσένα και τα μαλλιά της είναι λίγο πιο ξανθά και είμαι σίγουρος. Κι όμως το ξέρω ότι θα τρέξω να δω το πρόσωπο της, υποκρινόμενος ότι μπορεί να είσαι εσύ. Και να άλλαξες το πως περπατάς, όπως εγώ άλλαξα τον τρόπο που χαιρετάω, προσπαθώντας να αφήσω πίσω πράγματα. Το ξέρω πως αυτή η κοπέλα δεν θα είσαι εσύ. Κι όμως θα τρέξω.

Θα τρέξω προσπαθώντας να αναπνεύσω.
Για να εισπνεύσω το κενό, κάθε φορά.

Και μελανιάζω προσπαθώντας, καταφέρνοντας μόνο κάτι κοφτές αναπνοές μέσα από την πλαστική σακούλα της ζωής, με μάτια γουρλωμένα να κοιτάνε τον κόσμο μέσα από το διαφανές υλικό. Για να μένω όσο χρειάζεται ζωντανός, για να συνεχίσω να βλέπω. Να περπατάω μέσα στο μετρό, κοιτώντας το παρελθόν στα μάτια, αφήνοντας τα τρένα να περνούν. Θυμάσαι; Θυμάσαι.

Δε θυμάμαι πια πως αναπνέουν.
Δε θέλω να θυμάμαι πια πως αναπνέουν.

Επιβίωση αντί για ζωή.
Ασφυξία αντί για αναπνοή.


Όμως αυτό δε θέλω να το ξέρεις.

Monday, September 28, 2009

Το τέλος των derby


Ως φίλαθλο ον αυτής της ρημάδας χώρας, και δη οπαδός της πράσινης πλευράς των πραγμάτων, έδειξα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα τελευταία ματς του πρωταθλήματος. Και πήρα τα αρχίδια μου, big time. Κάτσε να ακούσεις τι γίνεται λοιπόν.

Σωτήριον έτος 2009, ο γαύρος, αποδεκατισμένος του κερατά και με τον υπέρτατο μαρμαρά Βασίλη Τοροσίδη στο "10" (10 λέγεται η θέση πίσω από τον επιθετικό, το επιτελικό χαφ ας πούμε), παίζει στην Τούμπα με τον Μπάοκ, περσινή έκπληξη του πρωταθλήματος και τα ρέστα δικά του. Περνάει 1-2, χ-α-λλλλ-α-ρ-ά. Για ποιο λόγο; Ξαφνικά και εν μία νυκτί ο γαύρος έγινε Ρεάλ, λόγω μπακαλόγατου στον πάγκο; Όχι βέβαια, πάμε και παρακάτω.

Ίδιο σωτήριον έτος, ο ίδιος γαύρος, με τον ίδιο μαρμαρά δεκάρι, παίζει εκτός με την Αεκάρα, που ως γνωστόν έχει παλικάρια που σπάνε τα δοκάρια-ποτέ δεν κατάλαβα τι το τιμητικό έχει αυτό και πρέπει να το κάνεις και ύμνο, συνήθως αμα σπας τα δοκάρια είσαι ή γκαντέμης ή άστοχος του κερατά. Περνάει με το ίδιο σκορ, όχι τόσο χαλαρά αλλά αρκούντως χαλαρά. Ο προαναφερθείς μαρμαράς βάζει δύο (2) γκολ. Για ποιο λόγο; Πειραιώτικη μαγκιά και τέτοια παραμυθάκια για κόκκινα παιδάκια; Όχι βέβαια, να και το παρακάτω.

Το παρακάτω έχει να κάνει με το τέλος μιας εποχής για το ελληνικό ποδόσφαιρο, τέλος που έχει έρθει πολλά χρόνια αλλά αρνούμαστε ακόμα να το συνειδητοποιήσουμε κύριοι. Το τέλος των derby. Κάποτε το να παίζεις στην Τούμπα ήταν το εκτός-φόβητρο της λίγκας, το παιχνίδι με την ΑΕΚ στην -τότε- Φιλαδέλφεια έκρινε τίτλο, τα παιχνίδια με τον Άρη ήταν στην κόψη του ξυραφιού. Και τώρα; Ο Παναθηναϊκός κερδίζει τον Άρη στο ρελαντί, παίζοντας -sorry κιόλας- τον πεούτσο του, κι ο Ολυμπιακός, ερείπιο που δεν μπορεί να πάρει την Καβάλα εντός, περνάει αέρα-πατέρα από ό,τι έδρα να 'ναι. Ο λόγος είναι ότι αυτά τα ματς ΔΕΝ διαφέρουν από το ματς με την Καβάλα. Το πρωτάθλημα είναι τριών ταχυτήτων, ΠΑΟ-ΟΣΦΠ, υποβιβασμός και όλοι οι ενδιάμεσοι στην ίδια μοίρα. Χωρίς για αυτό να φταίνε οι δύο μεγάλοι σύλλογοι φυσικά. Κάνουν τα κουμάντα τους, το budget τους και απλά οι υπόλοιποι δεν μπορούν να ακολουθήσουν, οικονομικά και κατα συνέπεια αγωνιστικά. Είναι μάλλον στο χέρι των εκάστοτε διοικήσεων αυτών των ομάδων, το πρόβλημα είναι ο κόσμος τους.

Αχ αυτός ο κόσμος τους. Αυτοί οι δόλιοι ΑΕΚτζήδες που τους πιπιλάνε οι εφημερίδες το μυαλό ότι είναι γεννημένοι πρωταθλητές κι ότι φταίει ο θεσμός των playoff (μεγάλη μαλακία αλλά ας μην το πιάσουμε τώρα). Κι αυτοί οι τρισχειρότεροι ΠΑΟΚτζήδες που ονειρεύονται πως είναι μεγάλη ομάδα. Λοιπόν ας ξυπνήσουμε όλοι. Δεν είναι ντροπή να έχεις χαμηλότερους στόχους αν τα φόντα σου είναι για κάτι λιγότερο. Κι η Νάπολι είναι ιστορική ομάδα, αλλά δεν περιμένουν οι φίλαθλοι της να χτυπάει τις Ίντερ, Γιούβε και Μίλαν. Κι η Έβερτον το ίδιο. Οι λίγκες με τα εφτά και τα οχτώ derby ανήκουν μόνο στη Λατινική Αμερική πλέον, είναι πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Τουλάχιστον σε κάποιες πιο πολιτισμένες ποδοσφαιρικά χώρες, υπάρχουν ομάδες που κάνουν την έκπληξη για αρκετές σεζόν στη σειρά. Σε κάποιες άλλες πέφτουν λεφτά σε πιο μικρές ομάδες και γίνεται λίγο τζέρτζελο. Σε αυτή τη γωνιά του κόσμου όμως, μηδέν εις το πηλίκιο (όπως είπε σε ανύποπτη στιγμή και ο αυριανός πρωθυπουργός).

Εγώ σαν Παναθηναϊκός, προτιμώ να έχω έναν μόνο ανταγωνιστή για το πρωτάθλημα. Δεν είμαι άλλωστε τόσο αφελής να πιστεύω ότι αν ανέβουν οι υπόλοιπες ομάδες, θα ανέβει το επίπεδο-αυτά είναι αστεία πράγματα για τα ελληνικά δεδομένα. Λες και όταν έπαιρναν πρωταθλήματα οι δικέφαλοι (τα αρχαία χρόνια λέμε τώρα), ήμασταν Ευρώπη μη χέσω. Απλά διαβάζω κάτι χαρουμενιές στις σχετικές εφημερίδες, ακούω κάτι άλλες ομορφιές από τους σχετικούς οπαδούς, και απορώ: Βλέπετε άλλα ματς τόσα χρόνια; Γιατί συνεχίζετε να τα αποκαλείτε derby; Υποτίθεται ότι derby λέγεται το ματς όπου παίζουν δύο κορυφαίες ομάδες, γι'αυτό και βλέπεις και την καλύτερη μπάλα. Έχετε δει καλή μπάλα σε πάνω από πέντε (5) "derby" τα τελευταία δέκα χρόνια; Αντιθέτως, έχετε δει καθόλου ισπανικά clasico, ή ιταλικά, ή αγγλικά; Για κάντε τις συγκρίσεις. Και προσέχετε τι λέτε, γιατί δεν τρώμε όλοι άχυρα.


Thursday, September 10, 2009

μαρμαρόσκονη

Ο καπνός σχημάτισε μικρά συννεφάκια στο νταβάνι μου, πάλι βρέχει μαρμαρόσκονη...
Ένας μικρός στρόβιλος ηλεκτρισμού τυλίχτηκε στα γυμνά καλώδια της λάμπας, χωρίς να καταφέρει να σταματήσει τίποτα, να φωτίσει τίποτα, να διαλύσει τίποτα.
Έχω χώσει το κεφάλι μου στο βουναλάκι της σκόνης κάνοντας μεγάλη προσπάθεια να σταματήσω το χρόνο να πηδήξω έξω από το μικρό του άρμα μάχης γιατί ένας κάποιος πόλεμος είχε ξεσπάσει και δεν ήθελα για κανένα λόγο να είμαι στη μέση. Παρών εναντίον μέλλοντος... ένα δευτερόλεπτο πριν ενάντια με ένα δευτερολέπτου μετά, μιλάμε και γαμώ τους εμφύλιους σφαγή κανονική “take no prisoners” και τα ρέστα δικά μου. Έβαλα λίγο σκόνη στην τσέπη μου και έφυγα, εντάξει δεν ήμουν άθικτος, ένα κομμάτι σφαίρας στο κεφάλι και ένα στο στήθος, θα μάθω αργότερα πως αυτά τα δύο θραύσματα ταξιδεύουν στο σώμα μου αργά μέσα στο μυαλό μέσα από το λαιμό κάνοντας τεράστιες προσπάθειες να ξανασμίξουν.

Friday, August 28, 2009

Εφιάλτης θερινής νυκτός



Τα σορτσάκια γύρω από τις γυναικείες γάμπες μου θύμισαν πως έχουμε καλοκαίρι. Είναι μία αρχέγονη συνωμοσία, οι ρίζες της θα πρέπει να κρατάνε από τότε που οι ίνκας λάτρευαν το θεό ήλιο και κάνανε μινιμαλιστικά γκραφίτια σε κάτι κοτρόνια. Ο θεός ήλιος λοιπόν τα έμπλεξε με τη θεά της γονιμότητας και κάθε καλοκαίρι θέλω να τις πάρω όλες. Όλα αυτά περί θεοτήτων με έκαναν να θυμηθώ ένα παλιό μου πείραμα. Παίρνω ένα ποτήρι φραπέ και το θεοποιώ. Του ζητάω λοιπόν να βγάλω λεφτά χωρίς να δουλέψω. Αν πιάσω στο στοίχημα την Γ' Σουηδίας και βγάλω 100 ευρώ αρχίζω και προσκυνάω το ποτήρι με τον καφέ. Αν πάλι δε βγάλω τίποτα καταλήγω στο συμπέρασμα πως ο εν λόγω καφές δοκιμάζει την πίστη μου, άρα όπως και να το πάρεις υπάρχει θεός, ζήτω ο φραπές. (αυτή η παρατήρηση πηγαίνει στους άθεους-χίπηδες-αναρχοαυτόνομους που διαβάζουν αυτό το blog για να μη μας το παίζουν κουλτουριάρηδες εγώ δεν πιστεύω και τέτοια)

Καλοκαίρι στο χωριό, όμορφο γραφικό κρεμασμένο σε μία πλαγιά χτισμένο αμφιθεατρικά έτσι ώστε σε όποιο σημείο και αν βρίσκεσαι να μπορείς να βλέπεις το νεκροταφείο στον απέναντι λόφο. Δεν έφτανε όμως μόνο αυτό έχουμε και την άλλη πανελλήνια πρωτοτυπία ως το μοναδικό ορεινό χωριό με γαλάζιο τρούλο εκκλησίας διότι δε φτάνει να είσαι εθνικόφρων πρέπει και να το δείχνεις.

Με πήρε ο ύπνος στο λιωμένο από τη ζέστη κρεβάτι, έχω αφήσει το ξύλινο παντζούρι μισάνοιχτο μπας και φυσήξει λιγάκι, με έχουν ξεσκίσει τα κουνούπια λες και έχουν προσωπικά μαζί μου αλλά ψιλό στα αρχίδια μου, είναι το λιγότερο που έχω να φοβάμαι από αυτό το παράθυρο. Πατάω πάνω σε ένα τεράστιο σφουγγάρι το οποίο φοβάμαι πως με την παραμικρή μου κίνηση θα παραμορφωθεί και θα με συνθλίψει, είχε αρχίσει να μπαίνει μέσα μου σιγά σιγά και πρώτα στον εγκέφαλο μου, τότε είδα τα φίδια να προσπαθούν να μπουν από τις χωρίς λόγω χαραμάδες του παντζουριού καθώς και κάτι μαύρο ιπτάμενο με ακαθόριστο σχήμα βούτηξε στο κενό που είχα επίτηδες αφήσει, ξύπνησα απότομα χωρίς να το καταλάβω σαν ένα παλιό ένστικτο αυτοσυντήρησης είχα βρεθεί μακρυά από το παράθυρο. Ενώ ένοιωθα σα να μου είχαν βάλει μια πρόκα στο στέρνο μου και η καρδιά μου από το χτύπημα ήθελε να βγει μέσα από τα κόκαλά μου.

Κι ύστερα ξανακοιμήθηκα, κι ύστερα το χειρότερο από όλα, σε άκουσα να λες υπόκωφα σχεδόν ψιθυριστά το όνομα μου ίσως γιατί μου χρωστάς ακόμα πολλές καλημέρες που τις φώναζες με νόημα όταν τελειώναμε μαζί.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι με το κεφάλι πιο βαρύ από το σώμα, στο λαιμό το συνηθισμένο πριονίδι που μου έχει κολλήσει εδώ και χρόνια, ούτε και θυμάμαι πως ήτανε πιο πριν χωρίς αυτό το πράμα σφηνωμένο στο βάθος του λάρυγγα. Βρέθηκα στο αμάξι, έβγαλα το χέρι μου έξω στο παχύ στρώμα αέρα(χα 'παχύ στρώμα αέρα' πάντα ήθελα να το γράψω αυτό) και άφησα τα δάχτυλα μου να παρασυρθούν στη γνωστή μου τυχαία μελωδία σα να χάιδευα τα πλήκτρα ενός αόρατου πιάνου. Μέσα μου κυλούσε το ίδιο συναίσθημα, ή ερχόμουν σε σένα ή έφευγα από σένα, δε ξέρω πια δε το ξεχωρίζω.

Monday, August 17, 2009

Temple Of Sentient Sadness



Staring through closed eyes to clandestine lands
A fantasy too cold to touch with bare hands
Is it blood that I'm weeping?
Hurting secrets I've been keeping
I'm kneeling within, to a prayer of sin
Repent and forsake that I'm breathing

The sky is a holy cemetery stone

And it stands as a reason to madness
And a world crawls beneath so bemoaned
Like a temple of sentient sadness


I've been searching for a cause

And ended up with ashes grown cold
Wandered through stranger cities
Where nothing ever satisfied my soul

-And maybe all the world's a stage, but there are too many grand finales and no worthy script for us to act. Just like too many exits, but no corridors to run. Just like a temple, a circular room with nowhere to go to.-

Saturday, July 25, 2009

Transcendence



Άφησα να περάσουν κάποιες μέρες πριν γράψω, δεν ήθελα να είναι ένα fanboy κείμενο με ουρλιαχτά τύπου "Σάκη Σάκη". Ήθελα να είναι ενα σοβαρό tribute, όπως αρμόζει σε έναν σοβαρό ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ, με κάθε γράμμα κεφαλαίο. Παρ'όλα αυτά, δεν παύει να πρόκειται για έναν από τους ανθρώπους που με μεγάλωσαν με τα τραγούδια του, τα φωνητικά του, τις κραυγές και τους ψιθύρους του. Και τώρα, τι γράφουμε λοιπόν;

Πρώτα από όλα, ας μιλήσει ο ίδιος.

http://www.youtube.com/watch?v=2VtVnJA6pdE

O Midnight λοιπόν, όπως είναι τ-ΉΤΑΝ, γαμώτο πως συνηθίζεται κάτι τέτοιο; Όπως ήταν λοιπόν το ψευδώνυμο του John Patrick McDonald, ήταν ο τραγουδιστής του συγκροτήματος Crimson Glory στους δύο -θεμελιώδεις για το heavy metal- δίσκους τους ("Crimson Glory" 1986, "Transcendence" 1989). Πέραν αυτού και στεκόμενος στο καθαρό τεχνικό κομμάτι, είμαι βέβαιος ότι πρόκειται για έναν από τους πιο προικισμένους υψίφωνους τραγουδιστές του heavy metal, εκεί ψηλά μαζί με Halford, Benito, Tecchio. Και μάλλον, στο ζήτημα της κορώνας, ρίχνει στ'αυτιά και των τριών, για του λόγου το αληθές (03:40 στο ακόλουθο):

http://www.youtube.com/watch?v=xG8MN_SBHqQ

Ο Midnight ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος υπηρέτησε την τέχνη όσο πιο αληθινά γίνεται. Μακριά από rockstar-ιλίκια και λοιπούς βεντετισμούς, άφησε όλο του το είναι να κυλήσει στα αυλάκια των δίσκων του. Μέσα σε 90 λεπτά μουσικής τάραξε συθέμελα τον κόσμο με τις ανατριχιαστικές ερμηνείες του, με τον θεατρικό τρόπο που εξέφραζε του στίχους των τραγουδιών σαν να επρόκειτο για ρόλο, με έναν μάλλον Geoff Tate-ικό τρόπο. Τι να πει κανείς για τα "Valhalla", "Azrael", "Angels Of War", "Heart Of Steel", "In Dark Places", "Eternal World", "Masque Of The Red Death"; Τι να πει κανείς άλλωστε για το "Lost Reflection", ένα από τα πιο τεταμένα τραγούδια όλων των εποχών στο rock'n'roll; Μετά το live album "The Last Night In Japan" και το άνισο και αποπροσανατολισμένο "Strange And Beautiful" (1991), ο Midnight αποχώρησε από τη μπάντα, σημείο των καιρών που το heavy metal πήρε την κατιούσα εμπορικά αλλά και δημοφιλώς. Έκτοτε, πάλεψε με τους δαίμονες του απομακρυσμένος από το προσκήνιο. Επέστρεψε στους Crimson Glory το 2005, όμως τίποτα δεν ήταν ίδιο. Το 2007 αποφάσισε και πάλι να πορευτεί μόνος. Ένα πολύ περιορισμένο ΕΡ ήταν μόνο μια σύντομη λάμψη ελπίδας ότι θα μας προσφέρει στιγμές ανάλογες με το παρελθόν του. Φευ, όμως.

Χαρακτήρας αυτοκαταστροφικός σύμφωνα με τους bandmates του, αλλά και εξαιρετικά αγχώδης-κυρίως όσον αφορούσε την απόδοση του στις συναυλίες. Οι φήμες οργιάζουν για εκείνη την απογοητευτική εμφάνιση των Crimson Glory στο Rockwave του 2006 πως ήταν τόσο κακός ακριβώς λόγω της αγωνίας του να ερμηνεύσει σωστά τραγούδια που είχε να τραγουδήσει μαζί με τους Crimson Glory 15 και πλέον χρόνια. Δεν ήμουν εκεί και δεν ξέρω. Δεν απογοητεύτηκα όμως όταν άκουσα τα περί της συναυλίας. Περίμενα να τον ακούσω σε νέο, φρέσκο υλικό. Περίμενα να του δώσω μια δεύτερη ευκαιρία, ίσως σε ένα πιο μικρό, κλειστό χώρο που να του "καθόταν" καλύτερα σε απόδοση και ποιότητα ήχου. Είχε χαθεί τόσο καιρό όμως ξανά, που είχα σταματήσει να ελπίζω.

Το πρωΐ της 9ης Ιουλίου, διάβασα σε ένα forum τα νέα. Ο Midnight, 47 ετών, έκανε το πέρασμα στην άλλη πλευρά. "Total liver and kidney failure" είπαν οι γιατροί. Κι άλλος ένας ήρωας της εφηβικής μου ηλικίας, περνούσε στη σφαίρα της μνήμης. Ξαφνικά ένιωσα πως γερνάω. Ναι, γερνούσα εκείνο το πρωινό. Σκέφτηκα τη μέρα που θα χρειαστεί να πεθάνει ο Ozzy, o Bruce, o Lemmy. Τρόμαξα. Άνθρωποι που μας πήραν από το χέρι και μας έβαλαν στον μεγάλο κόσμο με ότι εφόδια μπορούσαν. Η μουσική τους θα είναι για πάντα εδώ, όμως ξαφνικά ένιωσα μια απερίγραπτη θλίψη για τον κόσμο που θα έρθει χωρίς νέους δίσκους Iron Maiden και Motorhead. Και μια απερίγραπτη ευθύνη να μην αφήσω ποτέ τον κόσμο μας να ξεχαστεί. Να πω στα παιδιά που μεγαλώνουν τώρα ποιος ήταν ο Midnight, να τους δείξω την πόρτα για τον Αιώνιο Κόσμο και να τα αφήσω να γνωρίσουν το παραπέρα μόνα τους. Να μάθει ο κόσμος που δεν τον ξέρει, πως κάποτε υπήρχαν καλλιτέχνες που δεν τους ένοιαζε το image. Να μάθει τον τρόπο που η τέχνη ήταν αληθινή, αυθεντική, ζωογόνος. Να ακούσει αυτά τα τραγούδια. Αν έστω κι ένας που διάβασε αυτό το post το έκανε, τότε το tribute έγινε όπως θα ήθελε κι εκείνος.

Εκείνος που ήταν φίλος μου, κι ας μην το ήξερε.
Αντίο φίλε μου. Από αυτά τα Μεσάνυχτα, θα ξημερώνει πάντα το πιο λαμπρό Φως.

Saturday, June 27, 2009

Όλα άρχισαν όταν αυτός ο κρετίνος ο χατζηγιάννης τραγούδησε το χέρια ψηλά.

Κάτι γυαλίζει, είναι και κάπως θολό, μοιάζει με κέρμα στον πάτο μιας τουαλέτας. Μακρυά στριφογυριστή σιδερένια σκάλα με ξύλινα σκαλοπάτια. Την κατεβήκαμε αμέσως, ίσως να φταίει ότι θέλαμε να ξεράσουμε, στο ανέβασμα παγώσαμε, κοιταζόμασταν πολύ ώρα. Δε σταμάτησε ο χρόνος όχι δε θα μας το έκανε ποτέ το χατήρι, μάλλον σταματήσαμε εμείς.
Μέσα στα μακρυά χοντρά του δάχτυλα στρίμωξε το άσπρο τσιγάρο. Η κίνηση να τινάξει με τον αντίχειρα το τσιγάρο για να πέσει η στάχτη μάλλον ήταν αδύνατη για αυτόν, έτσι κουνούσε άτσαλα ολόκληρο το χέρι. Δε μίλαγε πολύ και γιατί να το κάνει άλλωστε, ήταν με το χειρότερο τυχαίο άνθρωπο κοντά του, εμένα. Το έπαιζα φωνή της συνείδησης , με ειρωνικό τρόπο έκρυβα τα κομμένα μας πόδια.
-Όλα άρχισαν όταν αυτός ο κρετίνος ο χατζηγιάννης τραγούδησε το χέρια ψηλά.
Μεγαλώσαμε στο μετέωρο βήμα της γειτονιάς πάνω στο λεπτό σημείο στο οποίο η γειτονιά από δοχείο παιδικού ιδρώτα έγινε δοχείο παιδικού σπέρματος.
-Τα γαμήσανε όλα σου λέω, μας φυτέψανε πλέον εκεί που δε μας σπέρνουν. Τα μυαλά στα κιγκλιδώματα του ορατού εχθρού, ναι ρε συ εγώ μπορώ και τον βλέπω, τον γλύφω καθημερινά έτσι με μάθανε.
-Ρε νούφαρο δεν πρέπει να είμαστε αυτό που μας μάθανε.
-Και τι να είμαστε ρε νούφαρο;
-Αυτό που δε θέλανε να μας μάθουνε.
-Είδες όταν μιλάς που και που λες και κανά χαριτωμένο.
-Να σου πω κι άλλο ένα;
-Με τρόπο έτσι...
-Πάμε να ξεράσουμε.
“Την κατεβήκαμε αμέσως, ίσως να φταίει ότι θέλαμε να ξεράσουμε”
-Λοιπόν θα ρίξουμε το τελευταίο κέρμα στην τσέπη μου, κορώνα μπαίνουμε σε ένα βανάκι και την κάνουμε για όπου γουστάρεις, γράμματα μένουμε βιδωμένοι εδώ.
“Κάτι γυαλίζει, είναι και κάπως θολό, μοιάζει με κέρμα στον πάτο μιας τουαλέτας.”

Tuesday, June 23, 2009

Το Καταφύγιο των Καταραμένων



Υπάρχει λοιπόν αυτό το σπίτι, λίγο έξω από την Αθήνα, προς τα παραλιακά. Κι αυτό το σπίτι έχει κάτι το μαγικό, οταν κλειδώσει δεν μπαίνει κανείς μέσα αν δε θέλεις εσύ να μπει. Αυτό το σπίτι είναι το safehouse όλων μας, και των πέντε (ή έξι) μας. Με έναν τρόπο που κανείς ποτέ δεν κατάλαβε, καταλήξαμε να έχουμε ανάγκη την "απομόνωση" σε αυτό το μέρος. Δε θα πάει ποτέ κάποιος μόνος του, ένας έχει τα κλειδιά, η συνύπαρξη όλων όμως εκεί μέσα είναι σαν τον Ιορδάνη ποταμό για μας. Μας λυτρώνει.

Θα μπορούσα να σου πω άπειρα για το σπίτι αυτό καθεαυτό, είναι όντως πολύ όμορφο, με τη θάλασσα και το φεγγάρι πιάτο και με μια υπέροχη πίσω αυλή. Το καταφύγιο όμως δε θα ήταν ποτέ καταφύγιο χωρίς τους πορσωρινούς κάθε φορά ενοίκους του, εμάς. Κάθε βράδυ εκεί μέσα, κοιμόμασταν με φαντάσματα, ο καθένας τα φαντάσματα του, κι ο ένας κυνηγούσε και έδιωχνε τα φαντάσματα του άλλου. Κοιμόμασταν μαζί στα ίδια δωμάτια για να ακυρώνουμε ο ένας τη θλίψη του άλλου-δεν ξέρω πως γίνεται αυτό κι όμως καταφεύγουμε στο σπίτι πάντα μπλεγμένοι σε διάφορα σκατά. Κι εκεί, καθαριζόμαστε. Για λίγο.

Το πρωΐ, ο μέγας δάσκαλος Βασίλης μας μάθαινε να φτιάχνουμε ναργιλέ, τον άναβε και δεν τον σβήναμε μέχρι που να πέσουμε για ύπνο αργά τη νύχτα, με διάλειμμα φυσικά για μεσημεριανή βουτιά. Το γέλιο και το μπουγέλο στην ημερήσια διάταξη, με highlight τη λεγόμενη "μούτα", δηλαδή το να συνεννοηθούν οι πολλοί να κάνουν μια μαλακία στον έναν, να τον τρομάξουν όταν κοιμάται, να του ρίξουν βρεμμένα χαρτιά στην πλάτη κλπ. Τη βλέπαμε κανονικό κοινόβιο μείον τον ελεύθερο έρωτα, μια και το να γίνουμε αδερφές στα γεράματα μάλλον δεν πολυπαίζει. Ψωνίζαμε, μαγειρεύαμε, κάποιοι πλένανε τα πιάτα μετά και όλοι μπαίναμε σε μια διάσταση διαφορετική από τις ζωές μας. Ναι, φαντάζομαι ότι θα μπορούσες απλά να το πεις "διακοπές", όμως δεν είχαμε καμία διάθεση ξεσαλώματος ανάλογη με άλλων ανθρώπων της φάσης μας που πάνε διακοπές. Πιο πολύ σαν γέροι με παλιμπαιδισμό κάναμε-και το γουστάραμε όσο τίποτα.

Κατά το βραδάκι, εφοδιασμένοι καταλλήλως με διάφορα ξύδια (τι διάφορα ρε ηλίθιε, μπύρες εννοείς), την πέφταμε στο πίσω μπαλκόνι και δε μας κουνούσαν ούτε τα κομάντα. Ο ναργιλές έφερνε βόλτες αδιάκοπα και ξαναγέμιζε με βάρδιες, το φεγγάρι κατέβαινε στην κουπαστή του μπαλκονιού και άραζε μαζί μας. Η θάλασσα κάπου πιο πέρα, άκουγε κι εκείνη στωικά. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα σαν να κάνω εμετό ό,τι κρατούσα μέσα μου τόσο καιρό, πονούσα και ξαλάφρωνα ταυτόχρονα. Εκείνες τις στιγμές λέγαμε τα πάντα, ξεμέναμε από την οποιαδήποτε ντροπή και τα ρίχναμε όλα στο τραπέζι. Για τις γυναίκες, για τις σχολές, για τις μανάδες και τους πατεράδες, για τον καριόλη το θεό που συνεχίζει και μας φτύνει στα μούτρα. Ήμασταν ζωντανοί, ανοιχτοί σαν σε εγχείρηση καρδιάς μα ζωντανοί και κάθε άλλο παρά ναρκωμένοι. Κάπου σε εκείνο το μπαλκόνι, είναι το λιμάνι μας, κάπου να δέσεις μέχρι να σταματήσει να σε δέρνει ο αέρας, μέχρι να νιώσεις έτοιμος να ξαναμπαρκάρεις.

Κι αυτό πήγαινε μέχρι πολύ αργά, κάποιες φορές συνοδευόταν από μουσική από εκείνο το αιώνιο ghettoblaster στέρεο έξω από την κουζίνα, κάποιες φορές από κάποιο παγωτό (προσωπική αδυναμία) που έφερνε γύρες. Η καλοκαιρινή νύχτα, ζεστή και ήσυχη, έστεκε λίγα μέτρα πιο πέρα, κρύβοντας μας από τον ήλιο, όσο να προλάβουμε να την κοπανήσουμε για κάπου μακριά-το πού δεν είχε ποτέ σημασία. Θέλαμε μόνο να τρομάξουμε τα φαντάσματα με τα γέλια και τις γαϊδουροφωνάρες μας, όσο περισσότερο μπορούσαμε, για τώρα, για λίγο, για όσο. Ξέραμε πως όταν κλείσουμε τα βλέφαρα μας πεταμένοι πάνω στα κρεββάτια, εκείνα θα επέστρεφαν. Έρχονται κάθε νύχτα που κοιμόμαστε μα εκείνες τις μέρες, σ'εκείνο το καταφύγιο, δεν ήμασταν ο καθένας μόνος και δε μας κέρδιζαν.

Εκείνες τις μέρες, σ'εκείνο το σπίτι, καταλάβαμε μια για πάντα ότι δε θα ήμασταν πότε πιά ο καθένας μόνος του.

Wednesday, June 10, 2009

Everything Louder Than Everyone Else


Πήγαιναν κάτι μέρες τώρα μετά τη Συναυλία (με κεφαλαίο κατά το πρέπον) που όλο ήθελα να γράψω κάτι κι όλο το άφηνα στη μέση, μια δεν είχα χρόνο, μια είχα τα ρούχα μου, την παράλλη προτιμούσα τη βουτιά (κι εσύ αν έχεις τη δυνατότητα, τράβα βούτα, τι λιώνεις στο κωλο-blog), και όλο περάστε την πρώτη του μηνός. Σήμερα ήρθαν οι κύκλοι έτσι και μου 'ρθε και σφήνωσε, κατέβασα από το ράφι εκείνο το keep case (DVD ντε) με το -φαινομενικά- αλλοπρόσαλο εξώφυλλο και το πέταξα στο PC. Διάβασα για εκατομμυριοστή φορά: Motorhead, "25 & Alive: Boneshaker".

Η εισαγωγή, λιτή κι αμίμητη. "Good evening. In case you are at the wrong show, by mistake, we are Motorhead. And we're gonna clean your clock." Στα καπάκια, ξεχύνεται από τα ηχεία ο βόρβορος του "We Are Motorhead" και όλα, σαν παζλ, ξανάρχονται στη μνήμη, ένα ένα. Η μέρα που αγόρασα για πρώτη φορά το "No Sleep 'Til Hammersmith", και μετά από μήνες, το εν λόγω dvd. Η μέρα που πρωτοάκουσα το "Killed By Death". Και μια, τυχαία εντελώς και άνευ σημαντικού γεγονότος μέρα, που συνειδητοποίησα πως ακριβώς επιδρά σε έναν άνθρωπο το rock'n'roll των Lemmy & Co. Βλέπεις, υπάρχουν μερικά πράγματα στο χώρο της μουσικής που επιδρούν πάνω στους ανθρώπους σε σωματικό επίπεδο-και δε σου κάνω πλάκα αυτή τη στιγμή. Πόσα επίπεδα εκτίμησης του ήχου υπάρχουν; Ξέρω γω, "μ'αρέσει, δε με χαλάει, γουστάρω, τρελαίνομαι, πωρώνομαι"; Δε σου μιλάω για κάτι τέτοιο. Ούτε καν για κάτι κοντά σε κάτι τέτοιο.

Όταν το συγκρότημα σου έχει ως (ένα από τα) motto του το "if Motorhead moved in next to you, your lawn would die", καταλαβαίνεις σε ένα βαθμό και για τι είδους οπαδούς μιλάμε. Πέρα από την πλάκα τώρα, η μουσική των Motorhead είναι από εκείνα τα σπάνια είδη τέχνης που γίνονται ζωή. Πρόσεξε τη διαφορά, η τέχνη αναπαριστά τη ζωή, εκφράζει ή και αποδοκιμάζει τη ζωή, χρωματίζει ή και μαυρίζει τη ζωή. Αυτός εδώ ο ήχος είναι ζωή, είναι στάση ζωής. Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, δε μου φαίνεται παράξενο το πως κάποιος δε γουστάρει τη μπάντα, μια και δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια άποψη για τη ζωή. Θα μου πεις, ρε κύριος, τόσο δημοφιλές συγκρότημα έχει τέτοιο αριθμό οπαδών και είναι όλοι μια κοψιά στα πιστεύω τους; Όχι βέβαια. Το βέβαιο στην υπόθεση είναι ότι σε συζήτηση μαζί τους, όχι περι του θέματος αλλά περι του τρόπου αντιμετώπισης των πραγμάτων που έχουν υιοθετήσει, θα σου αναφέρουν τον Lemmy. Κακά τα ψέμματα, αυτός ο άνθρωπος μας έμαθε να ζούμε, την ίδια στιγμή που έψαχνε κι εκείνος τον τρόπο μαζί μας.

Θέμα attitude κατα μίαν έννοια; Χωρίς δεύτερη κουβέντα μα πρόσεξε τη διαφορά: όχι attitude εφαρμοσμένο στη μουσική, αλλά μουσική εφαρμοσμένη στο attitude. Είναι πολύ εύκολο να το παίξεις κακός και μάγκας στο rock'n'roll-ειδικά όταν είσαι ο Lemmy, είσαι 30+ χρόνια στην πιάτσα, έχεις περιοδεύσει τον κόσμο 987 φορές, έχεις φάει και πιει ότι πιθανή ουσία υπάρχει κι έχεις γαμήσει (σύμφωνα με σοβαρά ρεπορτάζ τώρα) άνω των 2000 θηλυκών υπάρξεων. Το δύσκολο είναι να χωράς στον ίδιο δίσκο ένα κομμάτι που λέγεται "I'm The Man" ("can't see me, I'm the man, ain't no joke")
,κι ένα που λέγεται "Lost In The Ozone""alone and dying and a thousand miles from home, I know I never was so broken and alone"), γιατί λες "αυτός είμαι κι όποιος γουστάρει με ακούει", τσαλακώνεσαι μια γερή και μετα ισιώνεις και ούτω καφετζής. Ελπίζω να μπήκαμε-κι αν δεν μπήκαμε, πάνε να ακούσεις τα κομμάτια και θα μπεις. Τελικά μετά από τόση ώρα που γράφω κατάλαβα ότι η Motorhead-ική φιλοσοφία δεν είναι εύκολο να αποδοθεί σε λέξεις, και πολλώ δε μάλλον από μένα που ανήκω σε αυτούς τους "στάση ζωής" και μου βγαίνει εντελώς αυθόρμητα στο πως σκέφτομαι και ενεργώ. Οπότε πάμε για λίγο κουβέντα περί των ηχητικών και μόνο και σας ασπάζομαι Φαίδων.

Σωτήριον έτος 1975. Το rock στις μεγάλες αρένες και τα σχετικά, το prog rock και γενικά το περίτεχνο παίξιμο και το μπλιμπλίκι στο φόρτε του, το punk ως αντίδραση σε αυτό δεν έχει ξεπεταχτεί αλλά το ψήνει σιγά σιγά, και σε εκείνη τη χρονική συγκυρία ο Ian "Lemmy" Kilmister, έχοντας ήδη γράψει μερικές χρυσές σελίδες με τους Hawkwind, φεύγει και φτιάχνει τους Bastard που λίαν συντόμως μετουσιώνονται σε Motorhead. Πρόσεξε τώρα, κι ας μην αποφεύγω μια σχετική εμπάθεια (ομολογουμένως). Ο πρώτος δίσκος με τίτλο "On Parole", ηχογραφείται (αλλά παραμένει ακυκλοφόρητος μέχρι και το 1979) το 1975. Έναν ολόκληρο χρόνο πριν από οποιουσδήποτε Sex Pistols, ο Lemmy έχει ξαναεφεύρει τον τροχό, κάνοντας πάλι το rock'n'roll απλό, άμεσο, και in-your-face. Ο ίδιος σε ανύποπτη φάση θα δηλώσει ότι "νιώθουμε τους οπαδούς μας πιο πολύ punk-ηδες παρά metallers" και όμως ξαφνικά, χωρίς να το ξέρει, έχει γεννήσει σχεδόν με το ένα χέρι (από το single-handed ωρέ) ολόκληρο το NWOBHM και ακολούθως, την ταχύτητα που μετά από χρόνια ενστερνίστηκε και έκανε σημαία το thrash. Πέραν των ιστορικών, αυτό που μένει στο τέλος της μέρας είναι εκείνος ο κλασσικός Motorhead ήχος με το Rickenbacker μπάσο σε ρόλο ουσιαστικά ρυθμικής κιθάρας, ο drummer-αλωνιστής να μην έχει σταματημό πίσω από το set (είτε λεγόταν Philthy Taylor, είτε Pete Gill, είτε Mickey Dee) και ο κιθαρίστας (κατά σειρά Fast Eddie Clarke, γάμα τον Brian Robertson και Phil Campbell/Wurzel) να εξαπολύει με μανία τη riff-άρα του "No Class" και να σταμπάρει σαν τα μοσχάρια οποιονδήποτε έτυχε να βρίσκεται στη συναυλία, αφήνοντας τον με το φλέγον σημάδι του rock'n'roll στα βάρδουλα. Του rock'n'roll που δεν ακούγεται, αλλά νιώθεται.

And that's the way we like it baby. We don't wanna live forever.

Sunday, May 31, 2009

Η Λεωφόρος Για Την Κόλαση



Κάποια πράγματα, τελικά, πράγματι διαρκούν για πάντα. Τα παιδικά (εφηβικά) όνειρα. Η κάβλα του rock'n'roll. Το "Let There Be Rock".

Αυτό το post ξεκίνησε να είναι ένα review για τη συναυλία της 28ης Μαΐου 2009, αλλά τελικά δε θα είναι τέτοιο, μια και αυτό τελικά δεν ήταν συναυλία. Ήταν ένα συνοθύλευμα ονείρων, ονειρώξεων, φαντασιώσεων, επιθυμιών, συναισθημάτων. Ήταν ιδρώτας και αίμα, ουρλιαχτά και δάκρυα, φωνές και σιωπή.

Έχω την τύχη να ζω σε μια χρονική συγκυρία όπου όντας μικρός ηλικιακά, έχω πραγματοποιήσει τα (σχεδόν) πιο ξετσίπωτα συναυλιακά μου όνειρα. Τουτέστιν και επειδή δεν υποχρεούστε όλοι να γνωρίζετε τα μουσικά μου γούστα, έχει κάτσει να έχω ζήσει live τους Black Sabbath (original lineup), τους Judas Priest δις, τους Iron Maiden τρις, τους Kiss, τους Motorhead δις και πολλούς άλλους ήρωες της παιδικής/εφηβικής μου ηλικίας. Και ναι, μπορώ να σας μιλήσω ώρες ατελειώτες για το πως ο Dickinson αλώνιζε τη σκηνή με τη σημαία στο χέρι χωρίς να χάνει ανάσα, για το πως ο Lemmy απομυθοποίησε το encore στο Λυκαβηττό το 2002, για το πως πεθάναμε και ξαναγυρίσαμε σε εκείνο το intro του "Black Sabbath" το 2005. Και να μην έχω πει τίποτα, να μην έχω ζήσει τίποτα πριν τους AC/DC live.

Τελικά, τι ήταν αυτό το live; Μυσταγωγία; Τελετή; Θεία κοινωνία; Λένε πως η ευτυχία είναι ένα παζλ από μικρές μικρές στιγμές, οπότε αυτό το live ήταν κάπως σαν την επόμενη παράγραφο. Λυπάμαι που χάνω την τέχνη της επιμελούς σύνταξης αλλα δεν διατίθεμαι να θυσιάσω το αληθινό του πράγματος προς όφελος της καλαισθησίας. Το live λοιπόν ήταν...

...μια αρένα 40.000 ανθρώπων σε απόλυτο συντονισμό και συγχρονισμό (πάνω και μετά κάτω, επαναλάβατε) καθώς το τρένο βγήκε από τις ράγες και μας έσκασε στα μούτρα με χειρουργική ακρίβεια μπουλντόζας. Ήταν το απόλυτο shock and awe του "Hell Ain't A Bad Place To Be". Η φρενίτιδα πίσω στο μαύρο. Η λαϊκή απαίτηση για μαζική ηλεκτροπληξία μέσω κεραυνού. Η ρυθμική παραφροσύνη του "The Jack". Το strip show του Angus. Μια τεράστια πένθιμη καμπάνα, σινιάλο θανάτου και ανάστασης. Καπνογόνα. Βρώμικες πράξεις, που έκαναν φτηνή βρωμιά. Μια πολεμική μηχανή. Πέντε (5) ακόρντα, να επαναλαμβάνονται σε ακανόνιστη σειρά. Ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον αναντικατάστατο. Τρι-νιτρογλυκερίνη. Σκυλιά που τρώνε σκυλιά. Ηλεκτρισμός. Φώτα. Φλόγες. "Πλάκα μας κάνεις", "μη μας το κάνεις αυτό" και καπάκι η Rosie καβάλα στο τρένο. Η πεποίθηση πως το "Let There Be Rock" διαρκεί για πάντα, όπως ακριβώς το ίδιο το rock'n'roll. Η παντελής έλλειψη "Powerage" και ποιος σκατά χέστηκε γι'αυτό. Η μαγκιά κι η προστυχιά του "You Shook Me All Night Long". Η λεωφόρος για την Κόλαση και τα χέρια μου να δείχνουν στον ουρανό, γι'αυτόν που έφυγε πριν τόσα χρόνια. Απόψε θα μου βγει η φωνή και θα είναι για τον Bon. Τα κανόνια στη σκηνή. Λίγο πριν το solo, δεν αντέχω. Στην αρχή δακρύζω ελαφρά, μετά από δευτερόλεπτα κλαίω με αναφιλητά. "For those about to rock....FIIIIIIREEE!!!!! WE SALUTE YOU....". Πυροτεχνήματα, κομφετί, μπύρα, κάβλα, ιδρώτας, Dr.Minis, Orgasmatron, Split Up, Mr.Fixit, εφηβικά χαζά ψευδώνυμα που κρατήθηκαν ακόμα, όλοι μια αγκαλιά, ένα σώμα, ένα μυαλό, δεν ήμασταν τίποτα πριν από αυτό και δεν ξέρω τι θα είμαστε μετά.

Ξαφνικά σιωπή. Κανείς δε μιλάει για τη συναυλία. Κανείς δεν ήθελε κάτι που δεν παίχτηκε ή προτιμούσε κάτι άλλο ή κουράστηκε ή πρέπει να ξυπνήσει αύριο. Όλοι συζητάμε κάτι διαφορετικό, δεν έχει νόημα να λέμε κάτι για το live. Δεν ξέρω τι μένει πια να πω, το rock'n'roll είναι η ιστορία της ζωής μου, είναι η ζωή μου και ο θάνατος μου.

Thursday, May 14, 2009

"I smell the summer outside..."


Κάποτε μπορούσα να μυρίσω το καλοκαίρι ίσα και δυο μήνες πριν, μέσα Απριλίου πέταγα τα πάντα από πάνω μου και γύριζα με τις βερμούδες. Και με λέγανε παλαβό.

Κάποτε φεύγαμε σφυρί μετά τις φοιτητικές εκλογές, πάλι Απρίλη μήνα, για την πρώτη βουτιά-κι ας πλέανε παγάκια μέχρι έξω στην άμμο. Και μας λέγανε παλαβούς.

Κάποτε υπήρχαν συγκεκριμένες Dr.Feelgood διαδικασίες-εννοώ, δεν τις κάναμε με το ζόρι, αλλά μόλις έσκαγε λίγο μύτη ο ήλιος παραπάνω, τσίτωνα τα εκάστοτε ηχεία μόνο με τα της εποχής. Πάει να πει, τόνους υλικού από Kyuss, από Zeppelin, από Monster Magnet κι όλα εκείνα τα "λιασμένα", "τεμπέλικα" rockάκια που ερωτεύτηκα από μικρό παιδί. Και με λέγανε παλαβό.

Και τώρα, τι;

Τώρα λένε οι άλλοι πως έρχεται καλοκαίρι αλλά εγώ δεν ξέρω τι είναι αυτό που έρχεται. Κοπανάω ασταμάτητα το "Blues For The Red Sun" στο στέρεο και στο αμάξι αλλά δεν μπορώ να πιάσω το νόημα και το feeling. Κάθε γαμημένη μέρα είναι ίδια με την προηγούμενη και κάθε προηγούμενη δεν ξέρω για ποιο λόγο πέρασε. Τώρα είναι Μάιος και έχω δει θάλασσα μόνο από μακριά. Τώρα σκηνοθετώ κάθε βράδυ όνειρα-υπερπαραγωγές για να βρίσκω λόγο να ξυπνάω. Τώρα ο κόκκινος ήλιος καίει χωρίς να λάμπει, και τα blues τρέχουν πίσω στη σημασία του ορισμού τους.

"Where did it all go wrong? What's the use in even holding on? I feel like I'm dying...Here's to love, here's to hate. And promises, where promised land...lies."

Wednesday, April 29, 2009

Ένας Δεκέμβρης δε φέρνει την άνοιξη.

Ένας Δεκέμβρης δε φέρνει την άνοιξη...Άλλοι το είπαν εξέγερση, άλλοι το είπαν κίνημα, άλλοι επανάσταση, άλλοι πλιάτσικο. Οι περισσότεροι μείναμε απλά στην λέξη και με μία αμυδρή ανάμνηση. Γυρίσαμε πάλι στην καθημερινότητα μας στην τηλεορασίτσα μας στη δουλειά μας στη σχολή μας, στο πανάκριβο pc μας. Έχουμε δει άπραγοι τη χειρότερη καταστολή και πολλές φορές επευφημώντας (καλά του έκανε του κωλόπαιδου και άλλα τέτοια ωραία). Είδαμε όλον αυτόν τον νεανικό και αυθόρμητο ενθουσιασμό να πηγαίνει στο κενό, να χτυπάει στον τοίχο και να πέφτει κάτω χωρίς να πιάσει κανείς το νόημα, ένω παράλληλα είδαμε την κοινωνία να συντηρητικοποιείται κι άλλο και σαν αντίδραση πληγωμένου ζώου να ξετρυπώνει κάποιο γιωργάκη από το οχυρό που κρυβόταν, να τον ταρακουνάει και να του λέει γιωργάκη είσαι πλέον ο Γιώργος. Σήκω και κυβέρνησε. Πάντως να ξέρετε αλλιώς σε βαράει ο δεξιός αλλιώς ο σύντροφος σοσιαλιστής, ο σύντροφος που λέτε θα σε προσέξει, ξέρει που να βαρέσει ώστε να μη φαίνεται, μη λερώνουμε και με αίματα τώρα αυτά είναι κιτς πια. Αλλά πώς να μιλήσεις για ενωμένη αριστερά όταν γίνονται 52 χωριστές πορείες για την Κούνεβα και τσακώνονται ποιος θα είναι πρώτος στην πορεία με το πανό του, ποιος θα έχει τα περισσότερα τραπεζάκια και γενικότερα ποιος την έχει μεγαλύτερη, ποιος είναι πιο πολύ αριστερός από τον άλλον ποιος θα έχει την καλύτερη γωνία μαγαζί. Αυτό που θα ήθελα να μείνει από όλη την ιστορία είναι στο μυαλό του νέου ανθρώπου του οποίου ο εγκεφαλικός φλοιός δεν έχει φαγωθεί ακόμα από την τηλεόραση και όσα του μάθανε στο σπίτι, πως ναι το κράτος υπάρχει όποιο και αν είναι αυτό πράσινο ή μπλε υπάρχει και μάλιστα δε διστάζει να σκοτώνει να ρίχνει βιτριόλι στα πρόσωπα συνδικαλιστών και να φιμώνει με όποιον τρόπο μπορεί οτιδήποτε του πάει κόντρα. Το ωραίο είναι πως θα υπάρχουμε και εμείς, με ένα ειρωνικό χαμόγελο στο στόμα που θα τους θυμίζει ότι θα είμαστε πάντα εκεί απέναντι τους. ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΡΕ ΤΙ ΣΟΥ ΖΗΤΑΝΕ...

Sunday, April 26, 2009

The Φ Word


Ήρθε ένα βράδυ στον ύπνο μου...Γάμησε τα, ήταν σαν κακοχρονισμένος θάνατος, πικρός, κι ασήκωτος στους ώμους. Κι άρχισε να μου λέει ιστορίες, ιστορίες που δεν έχουν γίνει ακόμα-έτσι μου είπε. Και φλίπαρα ρε φίλε, ξύπνησα το πρωί κι άρχισα να τρέχω με το αμάξι στο πουθενά, για να φύγω από εκεί που τον συνάντησα. Κοπάνησα μουσικές δυνατά να μην τον ακούω, σκούρα γυαλιά να μην τον βλέπω, αλλά που. Μου 'χε δώσει ραντεβού πάλι μόλις έπεφτα να ψοφήσω. Κι έλεγε, κι έλεγε, με τις ώρες...

Φορούσε διάφορες μορφές, φίλων κι εχθρών, μορφές αγάπης ή ανείπωτης σιχαμάρας, κι είναι συνεπής ο πούστης, μέρες τώρα κουδουνίζει στο κεφάλι μου και δεν ξέρω τι να κάνω. Πήγα κι αγόρασα καινούριους δίσκους γιατί πάντα βοηθούσε αυτό, παιδιόθεν, αλλά παπάρια. Άνοιξα κάτι υποψιασμένα βιβλία, κάτι γουρούνια λέει στον αέρα και κάτι αλληγορικά μπιλιάρδα στον Μοντεζούμα-πάλι άκρη δε βρήκα. Έφευγα κάθε πρωί σαν κυνηγημένος με το αμάξι και γύριζα όλη μέρα σα σβούρα στους δρόμους, να με χάσει στα στενά της πόλης. Που θα πας ρε πούστη, όμως; You got that right.

Ένα βράδυ έκατσα και μου τα είπε όλα, σταμάτησα να τρέχω και αράξαμε μαζί. Τον κέρασα δυο Aventinus κι όπως άρχισε να μιλάει, πήρε τη φωνή του Wylde στο "Rust"-για να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον μάλλον. Τον άκουσα προσεκτικά για λίγη ώρα, να μου περιγράφει όλα αυτά που δεν τολμώ να σκεφτώ, όχι να τα γράψω και σε blog. Για το θάνατο μέσα στη ζωή και για τις Μέρες που τελειώνουν, για αυτούς που δε θα είναι πια εδώ και για τους άλλους που θα μπουν μέσα με το ζόρι. Τον έκοψα απότομα, μου έκανε νόημα πως τελειώνει. "All that shines, turns to rust. All that stands in time, turns to dust", είπε με στόμφο κι έγειρε πίσω. Κι όπως είχα κατά νου να τον ρωτήσω τι διάλο ρόλο βαράει μες στο κεφάλι μου, φάνηκε η μούρη του μέσα στο μισοσκόταδο.

Φόβος.

Wednesday, April 8, 2009

Confessions of a Soldier: Red Army Glory



Ιδρύθηκε το 1878 υπό το όνομα Newton Heath L&YR F.C. Από το 1902, όταν και μετονομάστηκε σε Manchester United, μέχρι και σήμερα, η συλλογή τροπαίων μοιάζει το ένα και αποκλειστικό χόμπυ του -κατά πολλούς- μεγαλύτερου συλλόγου στον κόσμο. Σίγουρα; Όχι βέβαια. Η United πρόκειται για μία από τις πιο αγαπημένες και ταυτόχρονα τις πιο μισητές ομάδες που έχουν πατήσει ποτέ τα γήπεδα αυτού του πλανήτη. Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνουν και τα δύο είναι απλοί.

Πρώτα απ'όλα, η United συμβολίζει το καλό και το ωραίο στο ποδόσφαιρο. Αυτοί που θα πέσετε να με φάτε, κρώζοντας υπόκωφα για την "κωλοφαρδία" της Βαρκελώνης το '99, σκεφτείτε αν θα προτιμούσατε να το πάρει μια από τις πιο αναιμικές Bayern όλων των εποχών (τελικά τα κατάφερε δυο χρόνια αργότερα, όταν η πιο θεαματική Valencia όλων των εποχών κατάφερε να χάσει πέναλτυ για να το πάρουν οι εμπερότατοι Γερμαναράδες) και μάλιστα με γκολ από στημένη φάση. Μήπως ξεχνάμε τι ποδόσφαιρο είχε παίξει όλη τη χρονιά και τα κρίνουμε όλα από 2 μαγικά λεπτά καθυστερήσεων;

Η αλήθεια είναι πως ο τρόπος παιχνιδιού της Manchester υπό τον Sir Alex, ο οποίος αποκατέστησε το επιθετικό ποδόσφαιρο που ήταν το στυλ της ομάδας από την εποχή του Sir Matt Busby, είναι ο λόγος για τον οποίο βλέπουμε ποδόσφαιρο. Φυσικά και παίζουν και άλλες ομάδες όμορφα, ίσως κατά καιρούς και ΠΟΛΥ καλύτερα (όπως η φετινή Barcelona), αλλά σκεφτείτε εδώ και πόσα χρόνια βλέπετε τη United να πρωταγωνιστεί και ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ να αποδίδει και ωραία, γρήγορη, επιθετική μπάλα, πόσες γενιές παικτών που μυήθηκαν και μυούνται σε αυτό το θεαματικό στυλ.

Δευτερευόντως, το να είναι κανείς οπαδός της United έχει να κάνει και με την ιστορία της-ξέχωρα από τις επιτυχίες. (Είναι πολύ εύκολο να είσαι Ολυμπιακός στα 90's, έτσι δεν είναι;) Το να υποστηρίζεις αυτή την ομάδα έχει να κάνει αφενός με την περηφάνεια. Με το να είσαι περήφανος ότι φοράς τα χρώματα μιας ομάδας που κάποτε διαλύθηκε σχεδόν στα εξ ων συνετέθη από την πουτάνα τη μοίρα (Μόναχο), κι όμως ξαναστήθηκε στα πόδια της. Με την περηφάνεια ότι η οπαδική φανέλα που φοράς εσύ, τιμά κάποιους παίκτες που δε σταμάτησαν να παλεύουν σαν σκυλιά μέχρι να σφυρίξει ο διαιτητής, και ανταμείφθηκαν με ένα treble γι'αυτό. Με την περηφάνεια ότι κάποιοι παίκτες αυτής της ομάδας αποφάσισαν να δώσουν τη ζωή τους σε αυτόν το σύλλογο, και να παίξουν όσο βαστάνε τα πόδια τους μόνο για τη United και για κανέναν άλλο. Και γιατί στους χαλεπούς αυτούς καιρούς, υπάρχει μια τιμή και μια περηφάνεια να στηρίζεσαι ως ομάδα στις ακαδημίες σου-νομίζω.

Φυσικά, υπάρχει πάντα κι η άλλη πλευρά. "Οι κωλόφαρδοι", "ο μαλάκας ο Ferguson" και τα λοιπά γνωστά και τετριμμένα. Κατ'αρχάς, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι κανείς δεν αγαπάει αυτόν που...κατάλαβες τώρα. Όποιας ομάδας και να είσαι οπαδός, κάπου θα σε έχει περιποιηθεί η United τόσα χρόνια. Αν δε τυγχάνεις από αυτούς τους ωραίους τύπους που γουστάρουν την ιστορική ομάδα του λιμανιού του North West (μη λερώσω και το στόμα μου βραδιάτικα), την "είμαστε 20 χρόνια χωρίς πρωτάθλημα ενώ έχει πάρει ακόμα και η Blackburn", την "68-59", ε σε καταλαβαίνω φίλε μου. Το ποδόσφαιρο είναι πάθος και σου είναι αδύνατο να μας αγαπήσεις. Ούτε κι εμείς σε αγαπάμε, κι ας είσαι η καλύτερη μας ερωμένη εδώ και δύο δεκαετίες. Κανένας bostero δεν αγαπά τη River, κανένας βάζελος τον Ολυμπιακό and so on. Some things go natural.

Κάποιοι μας θεωρούν τυχερούς, κάποιοι δε γούσταραν τον Cantona, μετά τον Becks, τώρα τον Cristiano, κάποιοι δεν αντέχουν την εγγλεζόφατσα του Sir Alex, όλοι όμως δεν αντέχουν το γεγονός ότι οι δικές τους ομαδούλες δεν είχαν και δεν έχουν τη διάρκεια που έχει η United. Όλοι επιθυμούν τη συντριβή αυτής της ομάδας, τον εξευτελισμό της, μήπως και ξεχάσει ο κόσμος τα ξεφτιλίκια που τους έχουμε κεράσει. Δεν πειράζει ρε παιδιά. Στο θέατρο των ονείρων μας είστε πάντα ευπρόσδεκτοι-ως τροφή για τα θηρία, κατά μίαν έννοια. Να θυμάστε πως τίποτα δεν τελειώνει μέχρι να βγει η χοντρή να τραγουδήσει και όλα θα πάνε καλά.

σ.σ. Οι απόψεις των ιθυνόντων του blog δεν ταυτίζονται σε καμία περίπτωση.

Monday, March 23, 2009

Κάτω από τα ραντάρ



Αυτή η δημοκρατία...αυτή η κοινωνία...Δε με αρρωσταίνει η πολιτεία, δε φταίνε τα φαρμακεία, φταίει η πρέζα και η "πρέζα", drugs, god and the new republic. Όταν ζεις σε μια χωματερή, σ'έναν σκουπιδότοπο από διαλυμένα μυαλά, είναι -επιτέλους- εύκολο να αγανακτήσεις. Είναι; Είναι-δεν είναι, δε θα σου πω εγώ αν οργίζεσαι-τίποτα δε θα σου πω εκτός από τον τρόπο που το βλέπω εγώ. Ένα σχέδιο πτήσης θα σου περιγράψω περίπου, κι αν στο αεροπλάνο μου δε χωράει άλλος, πάρε ένα δικό σου και πάμε, πάντα ευπρόσδεκτος.

Είναι περίεργοι οι καιροί φίλε μου, οι γραμμές είναι αχνές και οι άνθρωποι στέκουν πότε από τη μια και πότε από την άλλη. Στα ραντάρ της νομιμότητας και της ιδιοκτησίας λίγο-πολύ δίνουμε όλοι στίγμα. Κοιμόμαστε σε σπίτια, φοράμε ρούχα, άλλοι καταναλώνουμε για να ζούμε κι άλλοι το αντίθετο. Σε πρώτη φάση, ψάξου μέσα σου και δες σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκεις. Στα ραντάρ του συστήματος είμαστε όλοι παρόντες-the system you hate is the system you support. Όμως...

Όμως υπάρχουν πράγματα, υπάρχουν άνθρωποι στη μέση της κόλασης, άνθρωποι σαν κι εσένα, σαν κι εμένα που οργίζονται, που θέλουν κι όχι πρέπει, που ζουν και δεν επιβιώνουν απλά, υπάρχουν κείμενα, υπάρχουν τραγούδια, βιβλία, ταινίες. Υπάρχει μια φωτιά που πρέπει να τραφεί για να δώσει στην κοινωνία το θάνατο που της αξίζει, στην υπάρχουσα δομή την τρικλοποδιά που της πρέπει. Κι η φωτιά δεν έχει σημαία, δεν έχει γλώσσα ούτε θρησκεία, έχει καρδιά την καρδιά του ανθρώπου, εκεί που παλεύει ο Ακρίτας με το θάνατο και μόνο με τον έρωτα μπορεί να τον νικήσει, εκεί που φωλιάζει το μίσος για όλους αυτούς που σε κρατάνε από όλα αυτά που ονειρεύεσαι. Θα πετάξουμε κάτω από τα ραντάρ τους, θα νομίζουν πως μας ελέγχουν ενώ εμείς θα βάζουμε φωτιά στο σύστημα, στα θεμέλια του. Είμαστε ο εχθρός διότι σκεφτόμαστε. Φοράμε τα ρούχα τους, οδηγούμε τα αυτοκίνητα τους, φοιτούμε στα σχολεία τους και τα πανεπιστήμια τους-ξέρεις γιατί; Γιατί το σύστημα θα μας προμηθεύσει τα υλικά για να χτιστεί η ουτοπία-η ουτοπία μας, δικιά μου, δικιά σου, πάνω στα ερείπια τους.

Πέρασαν πολλοί πριν από εμάς, λένε πως δε θέλανε να δείξουν κανένα δρόμο. Κι εμείς γουστάρουμε που τα έκαναν όλα για την πάρτη τους. Και θα μισούμε πάντα αυτούς που τους αφάνισαν, από το φόβο μην έρθει η σαπίλα τούμπα και τη φάνε στο δόξα πατρί. Ποιος ξέρει, μπορεί μια μέρα να πάρουν πρέφα κι εμάς και να μας καθαρίσουν στεγνά. Μα μιας και δεν υπάρχουν ηρωικοί θάνατοι, αφού εδώ και αιώνες έγιναν όλα αφίσες και T shirts, κανείς δεν πάει να γίνει ήρωας. Κάτω από τα ραντάρ δεν υπάρχουν ήρωες, υπάρχουν μόνο αυτοί που ξέρουν κι αυτοί που καίγονται να μάθουν-κι είμαστε κι από τα δύο, όλοι μας. Κάτω από τα ραντάρ της καθημερινότητας, κάτω από τα ραντάρ του "εντός τόπου", υπάρχουμε εμείς. Μας θρέψανε για ηλίθιους και όλα εδώ πληρώνονται. Σπείρανε φόβο και θα θερίσουν φλόγες, στα μυαλά και στα κτίρια. Γιατί τίποτα δε σταματά ποτέ. Γιατί κανείς δεν ξέχασε, ούτε γύρισε στην κανονικότητα.

Χθες το βράδυ, σε ένα φοιτητικό σπίτι, από αυτά τα "εκτός τόπου", εκεί που δε σαπίζουν άνθρωποι νομίζοντας πως ζουν, είδα την ταινία "Die Fetten Jahre sind Vorbei" (Οι Μέρες Της Αφθονίας Σας Είναι Μετρημένες). Δεν ήταν συγκλονιστική, ομολογουμένως, ήταν όμως καύσιμα για τη συνέχεια. Τελικά, έχει πιο πολύ σημασία ένα κοινόβιο, ο ελεύθερος έρωτας, μια μπούκα σε ένα πλούσιο σπίτι; Για μένα όχι. "Η επανάσταση δυσκόλεψε", έλεγαν τα παιδιά στην ταινία. Θα πρόσθετα, χωρίς καμιά διάθεση μανιφέστου πέραν του προσωπικού μου, ότι άλλαξαν και οι τρόποι. Τα όνειρα; Όχι, τα όνειρα δεν άλλαξαν. Πως θα μπορούσαν άλλωστε; Όλα είναι στο μυαλό, το λένε κι εκείνοι. Ε, και η καταστροφή σας τότε, θα πάει λαμπαδηδρομία από μυαλό σε μυαλό. Όταν έχεις δει τον κώδικα του Matrix, αρνείσαι να ζήσεις πιστεύοντας το.

Discarded rubbish left to dissolve like a castaway/stamped as a reject, sworn to reject, you're a castaway/no one will have you, nowhere to call home, you're a nameless stray/ rules don't apply, no i won't follow i'm no master's slave/scarred at birth, bloodstained never sold, thrown away/no false salvation can alter the mind of a castaway/no regulations will straighten the path of a castaway/antisocial, anti-society, we're all castaways
they fashion the leash, but i won't wear it i'm no bastard's slave/scarred at birth, bloodstained,never old,thrown away

on the surface we appear to comply only because that makes us harder to detect
under the radar, under the radar
dismantling the plans, sabotaging the schemes skewing the numbers, shattering the dreams




Η παραπάνω εικόνα προέρχεται από το Revolt, έντυπο της κατάληψης ΑΣΟΕΕ. Σας ευχαριστώ πολύ που μου κάψατε το μυαλό με αυτό το leaflet.

Tuesday, March 17, 2009

Είμαστε όλοι διαστημάνθρωποι

Μάνα ήθελα να σου πω εδώ και καιρό , να μην ανησυχείς, τα παίρνω όλα τα ναρκωτικά μου.
Θέλω να υπάρχει χημεία στην κηδεία μου, δε γουστάρω καφέ και παξιμάδι, κέρνα τον κόσμο πορτοκαλαδίτσα εμπλουτισμένη και ζελεδάκια, το κονιάκ άστο, για πρεζάκια καλό είναι.
Δεν είναι ειρωνικό να περιμένεις στα κτελ αυτής της παρακμιακής πόλης κάτι απροσδιόριστο, με μία εντελώς απροσδιόριστη διάθεση και να ακούς από τα μεγάφωνα στο ράδιο Louis Armstrong , όχι δε θέλω να αποδώσω κουλτουρέ ύφος στην αφήγηση, έπαιζε όντως το “what a wonderful world”, διακρίνεις μία μικρή ειρωνεία έτσι?
Με τι δε μοιάζει, με τι δε μοιάζει.... α ναι το βρήκα δεν ταιριάζει με τίποτα με αυτό που αράζουν τα λεωφορεία, περισσότερο θα το χαρακτήριζα κάτι σαν μεγάλο γκαράζ για την επισκευή διαστημόπλοιων. 
Είμαστε όλοι διαστημάνθρωποι έτσι εξηγείται...
Η χαρά σου δεν κρύβεται με τίποτα, σαν το ασημί citroen xara με φιμέ τζάμια δίπλα στο σταθμό.
Η λύπη σου δεν κρύβεται με τίποτα, σαν μεγαλόσωμος τύπος με γυαλιά και παραφουσκωμένο τσαντάκι που κάθεται δίπλα από το xara.

Tuesday, March 10, 2009

No Al Calcio Moderno

Το ποδόσφαιρο το αγαπάμε. Τα ‘χουμε ξαναπεί, το μόνο που δεν αγαπάμε είναι η καφρίλα ή/και σωματική βία που, κατά περίπτωση, συναντάται ως φαινόμενο ανάμεσα στους οπαδούς των ομάδων. Αυτό δεν είναι κάτι καινούριο, μια που είναι εντελώς politically correct να καταδικάζεις τη βία στα γήπεδα και το χουλιγκανισμό. Το δύσκολο της υπόθεσης είναι να προσπαθείς να καταλάβεις ποιος, τι και γιατί.


Έμαθα το ποδόσφαιρο στη δεκαετία του ‘90, λόγω ηλικίας δε θεωρούμε αυθεντία στα συγκεκριμένα χρόνια αλλά τα έχω βαθιά ριζωμένα μέσα μου. Θεωρώ πως είναι η εποχή των μεγάλων αλλαγών στο ποδόσφαιρο, σε πολλούς τομείς και ζητώ την κατάθεση απόψεων σχετικά με το θέμα από όλους-prove me wrong αν το πιστεύετε. Στη δεκαετία αυτή ο κόσμος πρώτη φόρα αντίκρυσε τα τεράστια οικονομικά μεγέθη μεταγραφών που είναι ο κανόνας σήμερα (θυμήσου Mendieta, Ronaldo, Zidane, Beckham), τους πάμπολλους χορηγούς, την καταστολή στα γήπεδα, την γεωμετρική αύξηση των οργανωμένων οπαδών-ultras, hooligans κλπ. Πλέον, έχοντας περάσει από όλα αυτά τα στάδια, ζούμε στα χρόνια όπου το ποδόσφαιρο είναι, σε μεγάλο ή μάλλον σε ολοένα αυξανόμενο βαθμό, εργαλείο των «ολίγων» απέναντι στους «πολλούς», των «ολίγων» προς πλουτισμό των ομοίων τους, των «ολίγων» προς συμφέρον πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό. Θα ήμουν ο τελευταίος που θα υποστήριζε ρομαντικά το «παλαιό» ποδόσφαιρο χωρίς να το έχει ζήσει, ούτως ή άλλως ποτέ τα πράγματα δεν ήταν ρόδινα. Νομίζω όμως πως είναι, πια, χειρότερα από ποτέ. Μπορεί τα 80’s να πέρασαν στη συνείδηση του φίλαθλου κόσμου ως η δεκαετία του Heysel και των hools στα βρετανικά γήπεδα, με την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού όμως, ξεφύτρωσαν ζιζάνια άλλου τύπου, σε άλλους κήπους. Για να μιλήσουμε με γεγονότα, πάμε παρακάτω.


1990. Ο εθνικισμός στην τότε ενιαία Γιουγκοσλαβία είναι στα πρόθυρα έκρηξης, με την Κροατία να διεξάγει τις πρώτες της εθνικές εκλογές μετά από 50 χρόνια. Το εθνικιστικό κόμμα του Franjo Tudman κερδίζει την κάλπη και λίγες μέρες αργότερα, στα πλαίσια του ενιαίου ακόμα πρωταθλήματος, η Dinamo Zagreb υποδέχεται στο στάδιο Maksimir τον Ερυθρό Αστέρα. Την ίδια στιγμή στη Σερβία τα εθνικιστικά κόμματα έχουν ουσιαστικά ανατρέψει τον κομμουνισμό και η κατάσταση είναι έκρυθμη από όλες τις πλευρές. Οι οργανωμένοι οπαδοί του Ερυθρού Αστέρα (Delije ή «ήρωες») εισβάλλουν στον αγωνιστικό χώρο και επιτίθενται στους αντίστοιχους της Dinamo (Bad Blue Boys) με καθίσματα και μαχαίρια. Η αστυνομία ουσιαστικά αγνοεί τους επιτιθέμενους και προσπαθεί απλά να καταστείλει την αντίδραση των Κροατών, οι οποίοι τελικά εισβάλλουν στο γήπεδο και γίνεται το σώσε. Στα επεισόδια μπλέκονται τόσο ο δημοφιλής Κροάτης παίκτης της Dinamo Zvonimir Boban –με χαρακτηριστική την κλωτσιά του σε αστυνομικό ο οποίος χτυπούσε οπαδό της Dinamo- όσο και ο μετέπειτα διαβόητος Arkan, τότε επικεφαλής ασφαλείας του Ερυθρού Αστέρα και, υπογείως, οργανωτής της δράσης των Delije. Τα χρόνια που ακολουθούν, οι λαοί της Γιουγκοσλαβίας ξεκληρίζονται σε έναν από τους πιο αιματοβαμμένους εμφυλίους στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Arkan στρατολογεί οπαδούς και δημιουργεί τους Tigers, μια παραμιλιταριστική οργάνωση υπεύθυνη για άπειρα εγκλήματα πολέμου.

2003. Ο Ρώσος μεγιστάνας του πετρελαίου και φημολογούμενος έμπορος όπλων Roman Abramovich αγοράζει την αγγλική Chelsea για περίπου 140 εκατομμύρια λίρες. Ξοδεύει άλλα 100 εκ. λίρες για την αγορά νέων παικτών και προπονητών, προσπαθώντας να κάνει το σύλλογο ανταγωνιστικό (από Ξάνθη που ήταν). Η Chelsea κερδίζει δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα ύστερα από 50 ολόκληρα χρόνια.

2008. Η Abu Dhabi United Group Investment and Development Limited αγοράζει τον Εδεσσαϊκό της Αγγλίας, τη Manchester City, προς 200 εκ. λίρες. Ακολούθως, ξοδεύουν 32,5 εκ. για τη μεταγραφή του Robinho, ενώ πραγματοποιούν τη μυθικότερη προσφορά στην ιστορία του ποδοσφαίρου στον Kaka, ήτοι 15 εκ. ευρώ ετησίως στον παίκτη, χωρίς να υπολογίζουμε τα χρήματα που θα έπαιρνε η Milan για να τον αποδεσμεύσει (πολύ περισσότερα από 100 εκ. ευρώ).


Είναι μόνο τρία σημεία στην πρόσφατη ιστορία του ποδοσφαίρου που χρησιμεύουν για να κατανοήσουμε ότι μιλάμε πια για μπόλικη λέρα. Παράγοντες ομάδων ξεπλένουν χρήματα από ναρκωτικά και όπλα, ναρκώνοντας τον κόσμο με νέες μεταγραφές. Παράγοντες ομάδων επηρεάζουν οπαδούς σε σημείο να τους μετατρέπουν σε παραστρατιωτικά κομμάντα. Παράγοντες ομάδων που βλέπουν αυτό που απέμεινε στον κοσμάκη για να ξεχνιέται από τη μίζερη ζωή του ως οικονομικό ισολογισμό, ως δυνατότητα πολιτικής επιρροής, ως μέσο χειραγώγησης. Μπορεί ο χουλιγκανισμός στην Αγγλία ουσιαστικά να εξαλείφθηκε, στον υπόλοιπο, όχι-και-τόσο-ανεπτυγμένο κόσμο όμως ακόμα σκοτώνονται παιδιά για τη σημαία της φανέλας, με τις ομάδες όχι απλά να ανέχονται, αλλά να ταΐζουν και να συντηρούν τη σήψη. Γιατί όταν ανοίγουμε τις τηλεοράσεις και τις εφημερίδες, όλοι θα κράζουν τους ανεγκέφαλους (sic), αλλά κανείς δε θα σκεφτεί ότι ανεγκέφαλοι υπήρχαν πάντοτε, μόνο που τώρα πια υπάρχουν και εγκέφαλοι. Το πρόβλημα του σύγχρονου ποδοσφαίρου δεν είναι η βία, αλλά η αλητεία που την υποκινεί και τη θρέφει. Γιατί η βία είναι ριζωμένη στον άνθρωπο και δεν μπορείς να κάνεις τον κόσμο εκκλησία-ούτε με το καλό, ούτε με το ζόρι. Μην ξεχνάς πως οι Ρώσοι, που είναι σε όρους ποδοσφαιρικούς και κοινωνικούς περίπου μια δεκαετία πίσω, πλακώνονται στο ξύλο από χόμπι, με κανονικό ραντεβού στο δρόμο, κι όχι επειδή δε γουστάρουν ο ένας τον άλλο-θυμάται κανείς το Fight Club;


Το μοντέρνο ποδόσφαιρο, δυστυχώς, είναι ακόμα όμορφο μόνο μέσα στις τέσσερις γραμμές. Μπορούμε ακόμα να το πάρουμε στο χάβαλο και να περάσουμε πολύ ωραία βλέποντας και συζητώντας το. Την ίδια στιγμή όμως, δε θέλει τη νοημοσύνη ακαδημαϊκού για να καταλάβει κανείς ότι παρασκηνιακά και πίσω από τα λαμπερά φώτα, βρίσκεται ένας ορθάνοιχτος υπόνομος. Υπόνομος που πρέπει πραγματικά να προβληματίζει όσους διατείνονται πως αγαπούν το άθλημα. Φυσικά και δεν εννοώ πολιτικάντηδες, προεδρίσκους και τους λοιπούς. Εννοώ εσένα κι εμένα, γέρους αλλά και νέους, που θα μπορούσαμε να σκοτωνόμαστε έκει έξω για την ομάδα μας, αντί για μια εθνική σημαία. Δάγκωσε το χέρι που σε ταΐζει, όταν σε ταΐζει σκατά.