Wednesday, April 30, 2008

Looking Glass Self I : Reflections Of The Universe


Πες τους, αν μπορείς.
Πες τους πως ΕΙΔΕΣ. Πες τους ΤΙ είδες.

Πώς σε μια στιγμή, η θάλασσα πλημμύρισε τον κόσμο.

"Waiting for the day, when the ocean and sky...will cover all the land, in deep blue..."

Πώς σε μια στιγμή, το τώρα έγινε πάντα.

"I believe this heart of mine, when it cries at time...that this is forever..."

Πες τους πώς ο χρόνος έχασε. Στάθηκε προσοχή, με σκυμμένο σκυθρωπό μούτρο και ψιθύρισε την ήττα του. Πες τους πώς του πήρες εκδίκηση, για όλα. Μπορείς;

Κάποτε είχες ακούσει για γυάλινες σφαίρες, για καθρέφτες, για αντανάκλαση ψυχής. Θαύμασες αυτούς που το είχαν καταφέρει. Τώρα γελάς. Ξέρεις πως αν μπόρεσαν να το περιγράψουν, δεν το έζησαν ποτέ. Ξέρεις πως αν φτερούγισε η ψυχή τους πάνω στα μάτια απέναντι, δε θα χωρούσε όχι σε λέξεις, αλλά πουθενά στο σύμπαν ολόκληρο.

Να, αυτό είχα ξεκινήσει να πω.

Ακούτε;

Είδα το σύμπαν.
Κράτησα το σύμπαν.
Φίλησα το σύμπαν.
Και μπροστά στο σύμπαν, ο κόσμος σας είναι μικρός και γελοίος.

End transmission.

Monday, April 14, 2008

"There Once Was A Man On This Train..."

Υπάρχουν άνθρωποι που τραγουδούν σε μπάντες για να περνάει ευχάριστα η ώρα τους.

Υπάρχουν άνθρωποι που το κάνουν σαν επάγγελμα (session-άδες).

Υπάρχουν τραγουδιστές-καλλιτέχνες.

Και υπάρχουν κι αυτοί, που μετά από συγκεκριμένες ερμηνείες χρειάστηκαν βοήθεια ψυχολόγων (Geoff Tate), αναγνωρίστηκαν από τα πλήθη ως επίγειοι απόγονοι της παρτούζας Βούδα, Γιαχβέ και Αλλάχ (Freddie Mercury) ή που δεν είχαν τη δυνατότητα ή την ευκαιρία για τίποτα από τα δύο, οπότε αρκέστηκαν στο να περπατήσουν ολόκληρο το δρόμο προς την τρέλα μόνοι τους, να φτάσουν, να της χτυπήσουν την πόρτα, να μην τους ανοίξει κανείς και να τη σπάσουν. Να μπουν μέσα, να δείρουν το Θεό και να γυρίσουν. Και να ζήσουν, για να μπορούν να διηγούνται την ιστορία (Warrel Dane).

Κάποτε, ήταν κι αυτός ένας (πολύ καλός βέβαια) late 80’s US power metal τραγουδιστής, αριστούχος στη φουρνιά των Benito, Malicoat, Rivera, Midnight και Wayne. Προστατευόμενος του Dave Mustaine και μπροστάρης της παρέας των ανθρώπων που πυρπόλησε μυαλά και εκπαιδευμένα αυτιά με εκείνο το συγκλονιστικό μανιφέστο του σκεπτόμενου ανθρώπου που λεγόταν “Into The Mirror Black”. Όμως, η μεγαλύτερη εχθρός του, η πραγματικότητα μόλις είχε αρχίσει να στήνει την παγίδα της γύρω από τον χαρισματικό frontman από το Seattle. Μόλις...

Έκτοτε, προδόθηκε από τους συντρόφους του σε μουσική και ζωή (για κάποιους ανθρώπους είναι ένα και το αυτό), κι όμως ούρλιαξε «ΠΟΤΕ ΠΙΑ» στο παρελθόν και παρέδωσε σαν Προμηθέας τη φωτιά του νεωτερισμού στο heavy metal ΞΑΝΑ, μέσω της ανίερης τετράδας (κι ένας εκάστοτε axeman μπαλαντέρ) ονόματι Nevermore, δούλεψε μάγειρας για να μπορεί να ηχογραφεί και να περιοδεύει (για να μπορεί να ζει ουσιαστικά), έχασε τη γυναίκα της ζωής του τόσο άδικα, κατακλάπηκε από δισκογραφικές, κατάντησε αλκοολικός, είδε δασκάλους ζωής να πεθαίνουν ακόμα πιο άδικα (Chuck Schuldiner), και φίλους ζωής να πλησιάζουν το θάνατο σε απόσταση αναπνοής (Jim Sheppard-Θεσσαλονίκη). Κι όμως, κάθε φορά, έμοιαζε σαν η μεγαλύτερη εχθρός του να του κάνει τη χάρη να τον τροφοδοτεί με καινούρια στιχουργικά πονήματα, με καινούρια ουρλιαχτά και ψιθύρους να στοιχειώνουν τις νύχτες μας και με καινούριες μελωδίες να κυριεύουν για μήνες ολόκληρους τα στερεοφωνικά μας. Για έναν άνθρωπο που αποφάσισε να μην τα παρατήσει ΠΟΤΕ ΠΙΑ, αν δεν τον σταμάτησαν ο θάνατος, η προδοσία, η υποκρισία, η απληστία, οι προσωπικοί δαίμονες, τότε ΤΙΠΟΤΑ δεν μπορεί.

Παραφράζοντας τη γνωστή ρήση για τον Edgar Allan Poe, ερωτώμενος «Τι είναι τέχνη;», μόνο μία απάντηση μου έρχεται στο μυαλό.

Τέχνη είναι αυτό που μεταμορφώνει έναν αλκοολικό, αυτοκτονικό μαλλιά που έχασε τη γυναίκα του από το θάνατο, σε Warrel Dane.

Τι παραπάνω μπορεί να πει κανείς;

Μετέτρεψε την προσωπική τραγωδία της ΑΠΩΛΕΙΑΣ, σε “Dreaming Neon Black”, εκεί που άλλοι θα μπουκώνονταν το σαρανταπεντάρι, αβίαστα.

Άπλωσε το κουλάδι του σε αιώνια, ανέγγιχτα τραγούδια των Judas Priest, Ozzy Osbourne, Paul Simon, Bauhaus, Sisters Of Mercy, καταφέρνοντας «απλά» να τα κάνει ΚΑΛΥΤΕΡΑ, εκεί που άλλοι θα αποτύγχαναν ακόμα και στην επανεκτέλεση.

Βγήκε στο συναυλιακό σανίδι της Θεσσαλονίκης, χωρίς μπασίστα, την ώρα που ο αδερφικός του φίλος (και μπασίστας της μπάντας) χαροπάλευε στο νοσκομείο, για το κοινό του και μόνο, εκεί που άλλοι θα ακύρωναν περιοδείες, ηχογραφήσεις, ζωές.

Έφαγε ζωντανά σκουλήκια σε videoclip, για να δείξει σ’εσένα, άμοιρε ανθρωπάκο, τι θα πει «ΖΩ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΡΜΗΝΕΥΩ», εκεί που άλλοι γυρίζουν clips με ημίγυμνες γκόμενες σε κλουβιά.


Είχε τα αρχίδια να δώσει για
remix το δίσκο του, δύο μόλις χρόνια μετά την κυκλοφορία του, παραδεχόμενος ότι ο ήχος του album ήταν αντικειμενικά κάκιστος, εκεί που άλλοι θα πιπίλαγαν καραμέλες για «ωμό και ανεπιτήδευτα rehearsal ήχο» (ΓΚΟΥΧΓΚΟΥΧMETALLICAΓΚΟΥΧ).

Όσο υπάρχει τέτοιος στρατηγός στο στρατόπεδο μας, οι εχθροί της πραγματικότητας δεν έχουμε να φοβηθούμε κανέναν. Οι απέναντι θα μοιάζουν πάντα με...ποντίκια που πήγαν στον πόλεμο (δες και το ολοκαίνουριο προσωπικό του album).

Υπό την επήρρεια του “Praises To The War Machine”, το οποίο απλά γαμάει, για να σας σώσω από την πολυλογίαση μιας εκτεταμένης κριτικής.