Thursday, January 29, 2009

Ακούσια ώρα



Θα ξάπλωνα για πάντα στην πιο όμορφη γωνιά του σώματος σου
αρκεί να μη μου το ζητήσεις.

Τα θέλεις όλα
και τα θέλεις τώρα,

Θα σου έλεγα τα πάντα
αρκεί να μη με ρωτούσες.

αυτή την ώρα
ακούσια ώρα.

Είσαι η πιο ωραία ψευδαίσθηση
που δεν κυλάει στις φλέβες μου.

Το γκρι σου άρωμα
σταμάτησε την σκέψη μου.

Αυτό το παραλήρημα θα τελείωνε
εάν δεν ορίζαμε το τέλος.

Friday, January 23, 2009

City Of Refuge

Ο ουρανός εκκενώνει, τα σύννεφα τεράστια πηνία, όλος ο κόσμος μια μεγάλη γεννήτρια. Ηλεκτρικός ουρανός, ηλεκτρισμένος κόσμος.

Ο αέρας σφυρίζει γύρω μου, με σηκώνει, με χτυπάει, δεν του αντιστέκομαι. Ο αέρας εδώ πέρα είναι πάντα διαφορετικός. Πόδια που σφίγγονται μέσα σε πάνινα παπούτσια, παπούτσια που περπατούν πάνω σε γνώριμα πεζοδρόμια. Δε νομίζω πως θα μπορούσα να ζήσω πουθενά αλλού. Αυτοί οι δρόμοι είναι τόσο βρώμικοι όσο και το μυαλό μου, γεμάτοι ψυχώσεις και αρρώστιες ανείπωτες, αυτή η πόλη είναι δικιά μου και κάτι νύχτες σαν και τούτη είμαι βέβαιος πως μου μιλάει. Με θυμάται, με γνωρίζει, με καλωσορίζει πίσω. Στάλες βροχής στο πρόσωπο μου που φωνάζουν, κάνε κουράγιο και θα περάσει ο χειμώνας, το ξέρει κι εκείνη πως δεν της πάει αυτή η ρημάδα εποχή. Εισπνέω-πουθενά αλλού στον κόσμο δε θα μπορούσα να έχω γεννηθεί.

Ο θάνατος γελάει σε κάθε της γωνία, κάθε στιγμή μπορείς να πεθάνεις, κι έτσι ξέρεις πως να ζεις-αν φυσικά έκανες τον κόπο να ξέρεις ΠΟΥ ζεις. Θυμάμαι να περπατάω από τη μια πλευρά της πόλης στην άλλη, μια νύχτα του Γενάρη-ή Φλεβάρη; Είναι σαν παλιά ταινία από κάποια άλλη γη, κρατά για ώρες. Όλες οι μνήμες στο ξερό μου φτιάχνουν την πόλη μου, την πόλη-καταφύγιο κι εγώ πλέω εκεί, κάπου ανάμεσα στην ηδονή και το φόβο. Όλα όσα έχω ζήσει και θα ζήσω, όλα όσα με έκαναν να πεθάνω και να πεθαίνω, νεκρά παγκάκια και ζωντανοί τοίχοι, γέφυρες που τραγουδούν και παραλίες που ουρλιάζουν, είναι σχιζοφρένεια αυτή η σχέση που έχω μαζί της-όμως, ναι, δεν είναι θάνατος αλλά ζωή. Τα φώτα του δρόμου με ξέρουν, ανάβουν τις ώρες που κυκλοφορώ μόνο εγώ, τις ώρες που ό,τι πιάνει το μάτι σου μου ανήκει-πριν το πρωΐ τα δανείσω σε αυτούς που δεν τα αγαπούν, μα τα συνήθισαν. Εγώ τα αγάπησα γιατί τα στερήθηκα κι εκείνη το ξέρει, πετάει φιλιά στον αέρα, απαλά σαν περιστέρια και ηλεκτρισμένα σαν τεντωμένα σύρματα και με φωνάζει πίσω, τον άσωτο. Ανάβει ολόκληρη και λάμπει όταν γυρίζω.

Έχει έναν τρόπο να θυμάται ακόμα κι όταν εσύ ξεχνάς, να σου φτύνει πίσω τα σημάδια σου ακόμα κι όταν εσύ τα λησμονείς, ένα τεράστιο γύρισμα η ζωή σου στις μπομπίνες αυτής της πόλης. Σύνταγμα, Ηλιούπολη, γωνία Θησέως και Σπάρτης, πύλη του Αδριανού, Διονυσίου Αρεοπαγίτου, παραλία Ελληνικού, πίστα καρτ, Βούλα, Γλυφάδα, πλατεία Εξαρχείων, Δερβενίων, Ακροπόλεως, Ζέα, πλατεία Εσπερίδων, είμαι παντού, μικρά μικρά κομμάτια σαν παζλ στον αέρα διαλύομαι ολούθε για να με ψάχνω κάθε λεπτό, να ζήσω πριν να πεθάνω, να καώ πριν με κάψουν στο κουτί, να φεύγω για να γυρίζω πάντα, εδώ, εκεί, παντού, στο δρόμο και στη θάλασσα, στο μετρό-μ'ακούς; Είναι δικά μας. Μόνο εδώ θα μπορούσα να ζήσω, μόνο μαζί της θα μπορούσα να ζήσω.

Έβδομη τέχνη χωρίς κάμερες, με σκηνικά την πόλη-καταφύγιο.

Thursday, January 15, 2009

No Rest

Όταν υποφέρεις από μια πάθηση, είναι κακό να ξεχνάς τα φάρμακα σου.

Τάδε έφη Frank Miller δια στόματος τρισμέγιστου Marv στο "Just Another Saturday Night", μην αμφισβητήσουμε και τα Ιερά Ευαγγέλια τώρα. Κι εσύ μάγκα μου, υποφέρεις από ζωή, ασθένεια ανίατη και θανατηφόρο, αμελείς να κουμπώνεσαι, λούσου αϋπνία τώρα. Δεν είναι θέμα αϋπνίας όμως, αφού ούτως ή άλλως δε βρίσκεις ησυχία ποτέ και πουθενά, το κουρασμένο κέλυφος δεν είναι το πρόβλημα-τουλάχιστον όχι το βασικό.

Τέσσερις η ώρα το πρωΐ, κι ακόμα δεν μπορούμε να κοιμηθούμε. Γυρνώντας από δω, γυρνώντας από εκεί, μέσα στον ιδρώτα.

Τάδε έφη Justin Sullivan δια στόματος ιδίου στο "No Rest For The Wicked". Όλες αυτές οι νύχτες του ουίσκυ και λοιπά, κάτι θα έχεις ακούσει/δει/ζήσει. Κοιτάζω μια γρήγορη μέσα-έξω, μέσα πλέω σε μια μπύρα και λίγο κρασί, έξω σε μια μασίφ λίμνη από τίποτα-αφού ό,τι δεν μπορώ να δω ξέρω πως δεν υπάρχει. Ένα κρεβάτι σίγουρα υπάρχει γιατί έχω χυθεί επάνω του αλλά στροβιλίζεται μόνο του, νομίζω σε ένα υπέρτατο παγωμένο κενό. Μέσα-έξω. Γιατί;

Γιατί ρωτάς γιατί, πόσες φορές έχεις πάρει απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις; Δεν υπάρχει γιατί, μια πάθηση είναι όλα κι εσύ είσαι ένα γαμημένο πρεζόνι, μια έξοδος κινδύνου πάντα στο πλάι αλλά κότα να τη χρησιμοποιήσεις, οπότε μετράς τις αιώνιες μέρες σου απερίσπαστος-περίπου. Και ψάχνεις πότε τελειώνει το παραμύθι, πότε θα έρθει εκείνη η νύχτα που δε θα ξημερώσει για να μη σε νοιάζει η αϋπνία. Στο μεταξύ, σου επιτρέπεται να γεμίσεις την ποινή σου με πράγματα που θα σε κάνουν να ξεχαστείς, όλοι οι φυλακισμένοι κάτι κάνουν, άλλος ξυλόγλυπτα, άλλος λαμπτήρες, ζωγραφίζουν, γράφουν. Μορφώσου, δούλεψε, κάνε ότι μπορείς για να μην κοιτάς τα κάγκελα, μπας και πιστέψεις σαν κι εμένα πως τίποτα δεν υπάρχει παρά μόνο όταν το κοιτάζεις. Μα να ξέρεις πως ό,τι και να κάνεις δε θα βρεις ησυχία πουθενά, γιατί εδώ μέσα είναι φυλακή, και κάθε μέρα κάποιον θα βιάσουν, κάποιον θα σκοτώσουν, και θα φοβάσαι πως ο επόμενος είσαι εσύ. Και θα αρματώνεσαι και θα λες "ελάτε ρε πούστηδες", αλλά οι πούστηδες ξέρουν πως δε χρειάζεται, μπορείς και μόνος σου να σε βιάσεις και γαμάς και καλύτερα, μπορείς και μόνος σου να σε σκοτώνεις και είσαι και ερασιτέχνης άρα επώδυνος φονιάς.

Θέλω να κοιμηθώ, το καταλαβαίνεις;
Δεν είναι κούραση αυτό που νιώθεις. Δε φταίει το σώμα σου που το περιφέρεις άσκοπα εδώ κι εκεί.
Τι σκατά έχω κάνει και πρέπει να τα περνάω όλα αυτά;
Είσαι άνθρωπος.

Friday, January 2, 2009

Ναι ρε το blog δε γουστάρει άγιο Βασίλη, δε θέλουμε δώρο.


Έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί τα αποσμητικά, οι κολόνιες, τα after-shave μυρίζουν έτσι?

Πώς έτσι θα μου πεις?

Σα να παίζεις σε διαφήμιση του axe θα σου πω, δηλαδή αυτή η μυρωδιά που είναι σαν σαμπουάν, μαλακτικό και βαρβατίλα μαζί. Κάτι σαν επίσημη ανακοίνωση ότι πλησιάζει αρσενικό. Δε θα μπορούσε αυτός που ευήβρε ετούτη τη μυρωδιά να την έκανε με γεύση μπανάνας και ωραία θα ήταν και θα είχε μέσα αναπαραγωγικό-σεξουαλικό υπονοούμενο.


Με παίρνει ένας μία μέρα στο κινητό μου τηλέφωνο-καθρέφτη και μου λέει ο παππού σας πιστεύει στο σοσιαλιστικό καπιταλισμό και στον αναρχικό εθνικισμό, λέω γιατρέ πόσο σοβαρό είναι το πράμα, τίποτα μου λέει μην ανησυχείτε απλά έχει νεκρωθεί ο μισός του εγκέφαλος.


Διέσχιζα το δρόμο και ακούω κάπου δεξιά μου και λίγο προς τα κάτω, ακουμπισμένος με πυτζάμες μια γνωστόφατσα, από αυτούς που πάντα κάποιον σου θυμίζουν πλάι σε έναν τσιμεντένιο στύλο-τηλέ-ρουφιάνο, να λέει: “βοηθήστε με μου κόψανε τη γλώσσα, βοηθήστε με μου κόψανε τη γλώσσα” Άμα μπορείς να δεις και να ακούσεις του απαντάω τι την θες την ομιλία? Έτσι είσαι πιο χρήσιμος στον καναπέ σου, στη γυναίκα σου και στα παιδιά σου.


Τελικά ο άγιος Βασίλης είναι κομμουνισταράς και χαρίζει παντού δώρα, παλιό σταλίνα που διαβάζει άπειρα μικρά χαρτάκια, ασφαλίτης που σε ρωτάει αν ήσουν καλό παιδί και καπιτάλας του κερατά, γιατί πες μου που τα βρίσκει τόσα λεφτά για να κάνει τα παιχνίδια, και γιατί έχει τα ξωτικά και τους ταράνδους με εποχιακή σύμβαση εργασίας τύπου ελαστικού ωραρίου.