Thursday, December 25, 2008

"Πες αναβάλλεται η γιορτή..."

Φως, φως, περισσότερο φως, περισσότερα λαμπάκια, πλαστικά κιτς δέντρα πίσω από τις μπαλκονόπορτες κι από κάτω τους πιο πολύ φως, απαστράπτοντα παιχνιδάκια και φάτνες με πρόβατα που λάμπουν και γιρλάντες που πάιζουν μουσική και βέβαια...λάμπουν. Απόλυτο σκοτάδι. Ετούτη η γιορτή, χρόνο με το χρόνο, μοιάζει όλο και πιο πολύ να ζητωκραυγάζει επετειακά αποκλειστικά και μόνο την ιστορική θυσία της αισθητικής σου και της τσέπης σου, για να τις εξαργυρώσει με φως, μπας και φωτίσεις τούτα τα ανήλιαγα σκοτάδια που κρύβεις κάτω από το δέρμα σου. Γι'αυτό γέμισες την πόλη με στολίδια, το σπίτι σου με χοντρούς κοκκινοφορεμένους παππούδες και το μυαλό σου με ολοφωτιστά σκατά, φαίνονται βλέπεις πιο όμορφα. Μια επιτηδευμένη ευτυχία κι ένα γιαπί-χαμόγελο - "είμαι καλά"- για να μην κλαίει και σήμερα το παιδάκι σου, όπως κλαίει κάθε μέρα που εσύ το γράφεις στα αρχίδια σου για να κυνηγάς την καριέρα σου. Γιατί επιβάλλεται να του κάνεις χίλια πανάκριβα δώρα αυτές τις μέρες, τόσα ώστε να μην έχεις φράγκο να του κάνεις τέσσερα-πέντε μικρά όλη τη χρονιά, λες και δεν ξέρουν τα παιδιά πόσο ακριβά κοστίζουν οι τύψεις σου στο παιχνιδάδικο. Γιατί επιβάλλεται να πάρεις το κορίτσι σου από το χέρι να το πας βόλτα στο καρουζέλ στο Σύνταγμα και να του πεις πως το αγαπάς για να σου κάτσει το βράδυ, άσχετα αν όλη τη χρονιά το πικραίνεις και δε δίνεις δεκάρα τσακιστή. Γιατί επιβάλλεται να πας να επισκεφθείς τον παππού και τη γιαγιά, μια και είσαι πια μεγάλος για κάλαντα (αλλά μικρός για δουλειά) και το μπουκάλι στο Venue δεν είναι χάρισμα χρονιάρες μέρες, άσχετα αν όλη τη χρονιά δεν πάτησες να τους δεις ποτέ, είχες δουλειές, σωστά; Γιατί επιβάλλεται να κάνεις έξαλλο clubbing τέτοιες γιορτινές ημέρες, λες και τις υπόλοιπες ημέρες δεν έκανες. Οπότε γιατί να καθίσεις μέσα; Για να συζητήσεις και να ξυπνήσεις τα μυαλά σου μαζί με τους φίλους σου; Σώπα ρε, πάμε να τα σπάσουμε. Άραγε, τι ξανακόλλησες ποτέ από ΟΛΑ αυτά που έχεις κατά καιρούς σπάσει; Σου φαίνομαι μίζερος; Αν θέλεις διώξε με από εδώ, το μόνο που θέλω είναι ΑΛΗΘΕΙΑ, ΑΓΑΠΗ, ΣΕΒΑΣΜΟ, σε χτυπάνε και νομίζεις πως χτυπιέσαι όταν χορεύεις, εγώ λέω γύρνα και χτύπα τους με όλα αυτά που ΕΣΥ πιστεύεις. Η γιορτή της θρησκείας της αγάπης, σε έναν κόσμο όπου η λέξη "αγάπη" θυμίζει γυμνάσιο, πόση υποκρισία; Πόση αγάπη προλαβαίνεις να δώσεις σε δέκα μέρες, έτσι ώστε να μπορείς, άφοβα, να την ξεχάσεις τις υπόλοιπες 350; Αυτό το κείμενο, το ξέρω, δεν έχει παραγράφους, αυτό το κείμενο δεν έχει δομή, δεν έχει ειρμό αλλά έτσι πρέπει να γίνω ρε γαμώτο, πριν με πνίξει η νόρμα κι ο κονφορμισμός σας, τώρα βάλατε καλούπι στη γιορτή, φόρμες στην αγάπη και τον έρωτα, λαμπάκια γύρω από τις ψυχές σας και αγιοβασιλιάτικα σκουφιά πάνω στα μυαλά σας. Σε όλους φαίνομαι περίεργος που είμαι θλιμμένος τα Χριστούγεννα, οι πιο συγκαταβατικοί λένε ότι τουλάχιστον η γιορτή είναι όμορφη για τα παιδιά, είναι όμορφη γιατί τα μάθατε να θλίβονται όλες τις υπόλοιπες μέρες βρε κόπανοι. Γιατί τα μάθατε να μετράνε πιο πολύ τα λαμπιόνια από το αληθινό φως, γιατί τα ρυθμίσατε με ακρίβεια να γίνουν όπως εσείς, άραγε εσείς τα έχετε καλά με τον καθρέφτη σας; Να γελάσω ή δεν αρμόζει ο σαρκασμός, τι προστάζει το Christmas instruction manual; Κονφορμίσου ανθρωπάκο, γέλα, πιες, φάε μέχρι σκασμού, πάρε δώρα, δώσε δώρα, αύριο ξέχνα, σταυρώσου και σταύρωσε, φτύσε αίμα και μη βγάλεις άχνα. Τα έχεις διαλέξει όλα, βήμα βήμα, κάθε βάλτο που πατάς τον έχεις δει από καμιά κατοσταριά μέτρα. Αλλά πηγαίνεις, αμνός πίσω από τον αμνό στο στόμα του τσοπάνη-αχ, δε σου το είπανε, sorry. Οι λύκοι δεν τρώνε τα πρόβατα, οι τσοπάνηδες τα τρώνε. Αυτοί που σε ταϊζουν, αυτοί σε σφάζουν, τι σου λέω χρονιάρες μέρες και περιμένει κι η γυναίκα σου με τα δικτυωτά να την πας στο ρεβεγιόν, να παίζεις εσύ χαρτιά κι αυτή να σκυλοβαριέται και να μην μπορεί να φύγει, οικογενειακή εστία σε περιοδεία, τα παιδιά νυστάξανε μπάρμπα. Αλλά πότε τα άκουσες; Πότε την άκουσες, μετά από τη νύχτα που την ερωτεύτηκες-ΑΝ την ερωτεύτηκες και ποτέ; Ζεις στο mute, φέρνεις τα λεφτά στο σπίτι άρα κανείς δεν έχει άποψη έδω μέσα, έτσι δεν είναι; Προσευχήσου τώρα. Και άκου την απάντηση, πληρωμένη μέσα από τον τάφο.
Άφου φωνάζουν όλοι αυτοί, κι αφού σκοτώνουν στο όνομα Μου, πες αναβάλλεται η γιορτή, πάω να ξαπλώσω στα καρφιά Μου. Πες τους ο χρόνος πως τρελάθηκε, δεν κάνει στάση Γολγοθά. Πες ο παράξενος πως χάθηκε. Κι έφυγε οριστικά.

Thursday, December 18, 2008

Παγωμένη Αίθουσα από Φωτιά


Τα πόδια μου μουδιάζουν από το κρύο καθώς ο ψόφος μπαίνει από τα -μισοτρύπια ούτως ή άλλως- πάνινα Converse που φοράω. Είμαι ξαπλωμένος-πεταμένος καλύτερα, σε έναν καναπέ μιας αίθουσας συσκέψεων ενός πανεπιστημιακού τμήματος. Ή μάλλον...στον καναπέ, της αίθουσας συσκέψεων, της σχολής μου. Προσπαθώ να κοιμηθώ αλλά είναι πολύ δύσκολο όταν ταυτόχρονα πρέπει να παριστάνεις τον λαχανοντολμά σφίγγοντας τα χέρια σου γύρω σου μπας και ζεσταθείς. Προσπαθώ να σκέφτομαι κι είναι αρκετά εύκολο όταν τίποτα άλλο δεν παίζει ως πιθανότητα.

Είναι η τρίτη φορά που βρίσκομαι σε αυτό το κτίριο με την ιδιότητα του καταληψία, πήρα να γερνάω, κάποια κρίση ηλικίας; Όχι ρε, μη μασάς, απλά μπήκαμε τέταρτο έτος και μυαλό δε βάλαμε. ΕΥΤΥΧΩΣ, δε βάλαμε. Τότε ήταν η αναθεώρηση του άρθρου 16 και ο νόμος πλαίσιο, τώρα ήταν η εν ψυχρώ δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Πόσα ζητάει το μαγαζί ρε μάστορα, στα πόσα σκατά έχουμε δικαίωμα να είμαστε οργισμένοι και στα πόσα είμαστε απλά κωλόπαιδα που θέλουν να χαλάσουν εξάμηνα και εξεταστικές; Ήμουνα νιος και γέρασα κατά κάποιο τρόπο, στο δεύτερο εξάμηνο ακόμα, και δεν πρέπει να είχα συμπληρώσει τρεις μήνες ως ενήλικος πολίτης. Κι όμως, ήμουν κλεισμένος σ'αυτό το κτίριο για βδομάδες, διαμαρτυρήθηκα, κατέβηκα σε πορείες και διαδηλώσεις, έφαγα ώρες να συζητάω σε γενικές συνελέυσεις και αλλού. Δεν ήμουν ούτε πιο έξυπνος ούτε πιο μάγκας από τα τωρινά πρώτα και δεύτερα έτη. Κάποιοι μου έδειξαν και μου είπαν κάποια πράγματα, πως οργανώνεται μια κατάληψη ή μια πορεία, κι ακολούθησα γιατί ένιωθα το άδικο αλλά και την ανάγκη να μην υποταχτώ σε αυτό που με αδικούσε. Κι όμως τώρα πάλιωσα κι είμαι πάλι εγώ που είμαι κλεισμένος σε αυτό το κτίριο, μαζί με αυτούς που ΤΟΤΕ μου έδειξαν ως πιο παλιοί και με αυτούς που ήταν ίδιο έτος μ'εμένα. Κι αυτοί που θα έπρεπε να ρωτήσουν εμάς για να συνεχίσουν το κουβάρι, δεν φαίνονται πουθενά.

Ένα παιδί πέθανε κι αν πάρουμε τα πράγματα από τη βάση τους, η ανθρώπινη ζωή είναι πιο πάνω από οποιοδήποτε νομοσχέδιο που τροποποιείται ή κατατίθεται. Θέλω να αποφύγω τη λούμπα του να γεράσω πριν την ώρα μου και να σκούζω σαν τη γενιά του Πολυτεχνείου που θεωρεί πως μόνο εκείνη αγωνίστηκε και οι υπόλοιποι είμαστε όλοι φλώροι, αλλά....Που είναι όλοι; Δε νοιάζονται, δεν αντιδρούν, δεν οργίζονται, δεν τάσσονται ενάντια σε αυτή την αστυνομοκρατία, σε αυτή την αυταρχικότητα γύρω μας; Κλείσανε τα σπιτάκια τους με καθαρή τη συνείδηση πως κάποιοι κρατούν κλειστή τη σχολή και άρα μπορούν να πάνε να δοκιμάσουν τους κουραμπιέδες φρέσκους από το ταψί, καλά χριστούγεννα, ένα παιδί είναι στο χώμα αλλά εντάξει, χτεσινά ξινά σταφύλια, πάμε να την κάνουμε τώρα; Τι έχετε πάθει όλοι; Δε μοιάζει να υπάρχει σωτηρία για τη χώρα της αιώνιας αμνησίας, τόσα ξεχάσαμε, δε φαινόμαστε να κωλώνουμε σε ένα ακόμα, ακόμα κι αν είναι ο φόνος ενός παιδιού. Δε μοιάζει να υπάρχει σωτηρία για τη νεολαία των φοιτητικών παρατάξεων-πάρτυ-καρναβάλι, γωνία Τζαβέλλα και Μεσολογγίου και η όποια μας έξοδος μάλλον άδικα συνέβη. Ακόμα υπό κατοχή.

Γυρίζω πλευρό, αυτός ο καναπές παραείναι άβολος για ύπνο και άρα αρκετά βολικός για στοχασμό-μπα τρομάρα να σου 'ρθει. Θυμάμαι πώς στην αρχή της χρονιάς χαιρόμασταν που αυτό το άμοιρο τμηματάκι επιτέλους απέκτησε κόσμο και μπόλικη ζωή στους διαδρόμους του και τώρα...Τώρα μας έδωσε πάλι αφορμή να γκρινιάξουμε σαν αυτούς που λέμε γέρους. Ανοιγοκλείνω τα μάτια γρήγορα για να μην ξεραθούν και τα καταφέρνω. Γιατί υπάρχουν άλλα 170 κτίρια παρόμοια με αυτό που τελούν υπό κατάληψη, αλλά και 600 σχολεία. Γιατί υπάρχουν πολλά παγωμένα κτίρια με τη φωτιά μέσα τους και ίσως να μη χάθηκαν όλα. Ακόμα. Γιατί από 600 σχολεία, ακόμα και τα μισά παιδιά να βγουν στον έξω κόσμο με τη φωτιά στα μυαλά, δεν πάμε κατά διαόλου. Να μην ξεχάσουν. Πρέπει και μπορούμε να ξεχαστούμε, μια και μετά το θρήνο πρέπει να υπάρξει η ημέρα μετά, η δημιουργία, η έκφραση. Αλλά το πιο σημαντικό είναι να μην ξεχάσουμε-σωστά φίλτατε; Γι'αυτό είμαστε νέοι, γιατί δεν δωροκούμαστε με μια καλή θέση στη δουλειά και με κάποια καλά λεφτά το μήνα, με ένα ρουσφετάκι ή με ένα οποιοδήποτε βόλεμα αλλά γιατί (θα έπρεπε να) έχουμε τα όνειρα μας σε πρώτη προτεραιότητα, υπεράνω όλων.

Πως το έλεγε εκείνος ο τοίχος; Δράσε ή σκάσε. Κάποιοι πάντα θα δρουν και κάποιοι πάντα θα σκάνε(-ή σκάζουν; Καλά, δεν πειράζει). Προς το παρόν σκάσε και κοιμήσου, η επόμενη βάρδια μπορεί να άργησε αλλά θα έρθει, κι εσύ έχεις πολλά "ετοιμοπόλεμα" χρόνια μπορστά σου. Θα έρθουν, θα το δεις.

Monday, December 8, 2008

En Krig A Seire

Όλοι ξέρετε τι έγινε το περασμένο σαββατόβραδο, ένα σαββατόβραδο που για τους έχοντες τας φρένας όχι σώας αλλά -αν μη τι άλλο- μη νοσηράς, δεν ήταν ίδιο με τα άλλα. Τα αυτονόητα νομίζεις σου λέω; Ναι, έτσι νόμιζα κι εγώ εκείνη την ώρα και γύρω στις δώδεκα ώρες μετά, συνειδητοποίησα ότι πλέον τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Το πρωί της Κυριακής, οργανώθηκαν σε όλη τη χώρα πορείες διαμαρτυρίας για το φόνο ενός αθώου παιδιού από τα χέρια ενός ένοχου μπάτσου. Έτσι και σε αυτή την κατάρα της ανθρώπινης ύπαρξης που ονομάζεται Τρίπολη, κλήθηκαν όλοι οι νορμάλ άνθρωποι να κάνουν το αυτονόητο: Να διαμαρτυρηθούν για το αυτονοητο: Για το ΑΔΙΚΟ.

Τελικά, οι νορμάλ άνθρωποι αυτής της πόλης-κόμικ, αποδείχθηκαν περίπου 40-50 άτομα, αγουροξυπνημένοι άλλα με τη φωτιά στα λαρύγγια τους. Οι υπόλοιποι άνθρωποι της πόλης είναι γέροι. Στάσου όμως να καταλαβαινόμαστε. Ξέρεις τι θα πει "γέρος"; "Γέρος", στο δικό μου λεξιλόγιο, θα πει σάπιος, συμβιβασμένος, ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΕΝΟΣ. Γυρίζω το κεφάλι μου γύρω γύρω και βλέπω γεροντονέους, απαθείς, άβουλους. Που δεν κατέβηκαν στις πορείες για το φόνο του αδερφού τους-αδερφός τους και παιδί των δικών τους ήταν! Αλλά που αρκούνται βεβαίως βεβαίως να αλλάξουν το status τους στο facebook, για να δηλώσουν σκεπτόμενοι, κοινωνικά προβληματισμένοι και αγανακτισμένοι με την αστυνομοκρατία. Ρε, ποιον δουλεύεις; Είχες πάει μπουζούκια, κι είχες hangover την Κυριακή το πρωί; Νύσταζες, βαριόσουν, χασμουριόσουν, ΚΟΙΜΑΣΑΙ;

Εγώ προσωπικά δεν βρέθηκα σε οδόφραγμα, δεν έχω κάνει επεισόδεια, δεν έχω σπάσει τράπεζες ή τζάμια στη ΓΑΔΑ. Απλά ξέρεις τι ρε φίλε; Αυτό που με πνίγει, βγαίνω πάντα στο δρόμο να το πω και δεν το φωνάζω στο σαλόνι μου. Δεν κοιτιέμαι στον καθρέφτη ευχαριστημένος που είμαι κοινωνικά IN, αλλάζοντας τα μηνύματα σε MSN και facebook, για να με δει η Κούλα και ο Κούλης και να καβλώσει. Γιατί εκεί καταλήξαμε, εδώ και δυο-τρεις μέρες είναι IN να είσαι οργισμένος. Αλλά OUT να βγαίνεις να το πεις. Κάποια σχιζοφρένεια ίσως;

Και όλοι βέβαια, φαγώθηκαν να καταδικάσουν τα επεισόδεια, τις καταστροφές αυτοκινήτων, τις φθορές στην περιουσία των άλλων. Ναι, συμφωνώ. Να σας πω όμως ρε ειδήμονες. Πόσα αυτοκίνητα και πόσες βιτρίνες κοστίζει η ζωή του παιδιού σας; ΠΑΙΔΙ ΣΟΥ ΗΤΑΝ ΡΕ ΓΑΜΗΜΕΝΕ, ΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ; Βάζεις τα υλικά πάνω από τη ζωή; Τα επεισόδεια και τις μολότωφ πάνω από την ελευθερία σου; Την ελευθερία να κυκλοφορείς ΟΠΟΤΕ ΓΟΥΣΤΑΡΕΙΣ στην Τζαβέλλα, χωρίς να φοβάσαι σφαίρες "που εξοστρακίζονται στο έδαφος". Κάνε το ταμείο σου ρε φίλε-και διάλεξε πλευρά.

Προλαβαίνετε ακόμα. Πριν μερικές μέρες έγραφα για λυσσασμένα σκυλιά-και τώρα άφρισαν, κόρωσαν και αμολιούνται-αμολιόμαστε. Όχι πως γουστάρουμε τη μανούρα δηλαδή, αλλά τη σήμερον ημέρα ο ρουφιάνος το ρουφιάνο, να πούμε, κι η λουμπίνα τη λουμπίνα-εννόησες; Αυτές τις μέρες προσπαθουμε για εκατομμυριοστή φορά να σας πείσουμε να κατέβετε κάτω, να φωνάξετε, να διαδηλώσετε, να αντισταθείτε σε αυτά που σας κατατρώνε την ψυχή, την ελευθερία και τώρα τα παιδιά. Υπάρχει ένας πόλεμος εκεί έξω και εκεί μέσα (κίνηση δακτύλου που δείχνει το κρανίο) και πρέπει να διαλέξεις μια πλευρά. Ένας πόλεμος που πρέπει να νικηθεί (=En Krig A Seire) αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι, αν θέλουμε να λεγόμαστε πολίτες της δημοκρατίας (χα!), αν θέλουμε να λεγόμαστε ΝΕΟΙ, στην ψυχή κι όχι στην ταυτότητα. Παράτα το facebook και κατέβα. Αλλιώς, είσαι απέναντι μας. Δε σε απειλώ, απλά επειδή σε βλέπω πως δε νιώθεις και πολύ, ψάχνω να σε κατατοπίσω. Γιατί κι εσύ αδερφός μου είσαι, ρε άνθρωπε, και πατέρας μου και γιος μου, και ψάχνω να σου ρίξω καμιά ξυλιά στα πισινά πριν σου ρίξουν καμιά σφαίρα στην καρδιά. Όσο κάθεσαι στη μέση, να το ξέρεις, θα κινδυνεύεις κι από εμάς, και από αυτούς.

Δε σου αρέσει η αστυνομοκρατία; Πάλεψε εναντίον της.
Δε σου αρέσει το πλιάτσικο; Μπες και άλλαξε το. Γίνε εσύ αυτός που κατεβαίνει στο δρόμο και μην τα σπας. Μην κράζεις χωρίς να έχεις πάει ποτέ. Πήγαινε και κάντα καλύτερα. Άντε, κοιμισμένε, άντε. Πόλεμος ρε κοιμισμένε, ΠΟΛΕΜΟΣ.

Thursday, December 4, 2008

Έσοπτρον



10-1-2006

Μια μύγα βουίζει γύρω από τα αυτιά μου όσο κοιμάμαι τις τελευταίες τρεις ώρες, δεν ξέρω αν το έχεις πάθει ποτέ αλλά ακόμα κι αν όχι, στο λέω εγώ. Σηκώνεσαι έτοιμος να δείρεις δυο ΟΥΚ-άδες μέχρι να σε παρακαλάνε για να φύγουν-τόσα νεύρα και λίγα ακόμα. Θέλεις να γαμήσεις το δωμάτιο με ένα καλάζνικοφ για να πετύχεις τη μύγα, σηκώνομαι τελικά και πιάνω να ξεκαρδίζομαι. Γιατί μια ζωή μου φαίνεται πως κυνηγάω όλων των ειδών τις μύγες με όλων των ειδών τα πολυβόλα. Τι ώρα είναι;

«Γιατί, έχεις ραντεβού;»

«Βρε, αϊ γαμήσου, σ’εσένα μίλησα;»


Ήρεμα αζόρ.


Ένα μυστήριο σκότος γεμίζει το κελί, ωραίο κελί όμως δεν παραπονιέμαι, καμιά πενηνταριά τετραγωνικά πλήρους ακαταστασίας, την έχω κληρονομική τη φτιάξη από τον πατέρα μου όσον αφορά το σπίτι και από τον κόσμο όσον αφορά το κεφάλι μου. Κοιμήθηκα πρωί και λίγο, άρα τώρα πρέπει να είναι μεσημέρι. Κοιτάζω το μπαντζούρι (με μπ φυσικά) και είναι κλειστό, ε τόσο ηλίθιος δεν το περίμενα. Πάντα έτσι ήμουν όταν ξυπνούσα; Όχι βέβαια, κάποτε ξυπνούσα χωρίς το “South Of No North” πάνω στα μούτρα, χωρίς στομάχι-καντηλίτσα, χωρίς λύσσα για καφέ αλλά με λύσσα για ζωή, χωρίς να ξέρω καν τι είναι. Ίσως γι’αυτό.


«Κινήσου αργά.»

«Γιατί;»

«Άκου που σου λέω ρε μαλάκα.»


Σηκώνομαι στα πόδια μου και μοιάζουν ξεβιδωμένα, τότε συναντιόμαστε πρώτη φορά σήμερα. Ο πόνος, σαν να βυθίζομαι μέχρι τον αστράγαλο στον πάτο της αλυκής με τις σκουριασμένες λάμες-και το αλάτι παντού. Καλύτερο κι από καφέ, ξαφνικά (νομίζω πως) έχω πλήρη συνείδηση. Και ένα μεγαλοπρεπές διάστρεμμα στο δεξί μου πόδι, δεν πατιέται καθόλου. Κουτσαίνω μέχρι το σαλόνι, σου είπα είναι ωραίο το κελί μου. Έχει έναν καναπέ που κάθομαι σπάνια κι ένα γραφείο που κάθομαι μονίμως οπότε σήμερα, κουτσός, φτωχός και καταφρονεμένος πρέπει να σωριαστώ σε μια γωνιά και να πατήσω το fast forward.

Περίπου όπως το πάτησα για πέντε χρόνια και τώρα, τρέχοντας να τα προλάβω, σκόνταψα και γαμήθηκα.


Αντί για το fast forward, τελικά πατάω το play, με εμπιστεύομαι μια ολιά ότι κάτι καλό έχω αφήσει μέσα στο stereo. Psychotic Waltz, τελικά υπάρχει ελπίδα. Lay your small ante down λοιπόν. Παρέα σήμερα δεν υπάρχει, δεν ξέρω ούτως ή άλλως αν υπάρχει γενικά, καναδυό παλικάρια εδώ πέρα μοιάζουν ωραίοι τύποι αλλά είμαι εγώ ο περίεργος, και τρεις-τέσσερις εκεί πίσω ξέρω πως είναι εντάξει αλλά δεν είναι εδώ. Κι όταν ήμουν εγώ εκεί, ήμουν πιο μαλάκας από τώρα, έβλεπα τα φίδια και τα νόμιζα για σκυλιά σαν και τα μούτρα μου. Και κάπως έτσι φτάσαμε ως εδώ, κουτσοί και αβοήθητοι σε ένα ξένο σπίτι. Δε φύτρωσα φοιτητής δηλαδή, κάποτε πήγαινα σχολείο σαν καλό μαθητούδι, είχα μπλέξει με τις μουσικές μου, διάβαζα να μπω Πολυτεχνείο. Και την κρίσιμη στιγμή, ρεβάνς από μια εφηβεία δημοσίου υπαλλήλου, τα γάμησα όλα σε μια στροφή, ωραία στροφή που τη ζαχάρωνα από μικρός αλλά δεν ήταν για τα χέρια μου. Είπα με παίρνει με μια γεμάτη τρίτη και μπήκα με πολλά, πέταξε η ζωή κώλο κι ήρθα με τις πάντες, μόνο που δεν ήξερα να οδηγώ για να το μαζέψω. Και τετακάρισα. Μετά, μεγάλη ιστορία, ήρθαν οι δικοί μου και με μαζέψανε, πήγα καλίμπρα, τροπέτο, τελευταία στιγμή είπα να το κρατήσω και να μην το δώσω για απόσυρση. Εκείνο το καλοκαίρι του διαβόλου που μπαινόβγαινα στα συνεργεία, ούτε στον εχθρό μου ή μάλλον μόνο σε αυτόν-αν είχα.


Φτιάχνω έναν καφέ που ξέρω πως θα μου βγει σε κακό αλλά όπως και να’χει έχω σφυρίξει ήδη ενδοσκόπηση. Ξέρεις, μπαίνει το λούκι με την κάμερα από τον οισοφάγο αλλά είναι άκαμπτο σα σιδερόβεργα, και πονάει. Το “A Social Grace” έχει ήδη φτάσει στο μαγικό αριθμό 6, κατάλαβες τώρα; Θυμάμαι τον πόλεμο, τις σπουδαίες, παλιές μέρες. Και τους πολεμικούς ύμνους που τραγουδούσαν καθώς πέθαιναν στο κρύο. Θυμάμαι τους καλούς ανθρώπους που αγόρασαν και πούλησαν, για μια δεκάρα.

Μετά από τόσο καιρό, δεν μπορούμε να αλλάξουμε γνώμη; Πρέπει να παίξουμε όλοι για να χάσουμε;


Το κελί λούζεται με φως, όχι γαλάζιο, σκούρο μπλέ, μουντό φως, κι εγώ κοιτάζω μέσα από θαμπά μάτια ακανόνιστα σχέδια που μου τα βάφτισαν πραγματικότητα. Το κρύο είναι απίστευτο και μουδιάζω-ευτυχώς. Σωματικά μόνο-δυστυχώς. Μπορείς να δεις καθαρά τώρα, να μετανιώσεις με την ησυχία σου, είναι η σειρά σου να κοιτάξεις στο μπανιστήρι της ζωής, ανάποδα όμως τώρα πια. Νιώθω σαν έπιπλο εδώ μέσα, ξύλινος και ξένος, νιώθω σαν ξένος εδώ κάτω, από αυτούς που βλέπουν τους ανθρώπους παράξενους. Κι είναι παράξενοι γιατί εγώ δεν θρώσκω άνω, αλλά έσω, και ψάχνω απαντήση, και ψάχνω λύση, και ψάχνω να μου κατεβάσω μοτέρ-καπάκι να με κάνω 400 άλογα, να προλάβω αυτά που δεν έκανα, να αφήσω πίσω σπινιάροντας αυτά που έχασα, να τρέξω, να τρέξω μέχρι να μη βλέπω τίποτα καθαρά κι όλα να μοιάζουν άξια λύσσας για ζωή, όπως τότε. Πότε; Ακανόνιστα, τότε. Πριν.


Κουτσαίνω προς το παράθυρο, έχει σκοτεινιάσει και έξω. Ακόμα κι αν μπορούσα να περπατήσω νομίζω πως δε θα πήγαινα πουθενά, γιατί έχω ισόβια συνδρομή στο μαζοχιστήριο της γειτονιάς, επίτιμος κι έτσι. Αλλάζω CD, που να τρέχεις μωρέ τώρα; Η πόρτα είναι ανοιχτή κι η φυλακή παντού.

Tuesday, December 2, 2008

Άναψε και εσύ ένα φωτάκι...


Άναψε και εσύ ένα φωτάκι...Βάλτο και δίπλα στη σημαία, γιατί χρειάζεται απόλυτο φως για να φανεί το απόλυτο σκοτάδι.
Άναψε και εσύ ένα φωτάκι...Βάλτο δίπλα στις γλάστρες μπας και θυμηθείς οτί υπάρχουν ακόμη δέντρα που δεν καήκαν.
Άναψε και εσύ ένα φωτάκι...Βάλτο στο μπαλκόνι έτσι για να μοιάζει με τα άλλα,όσο πιο πολλά τόσο πιο γυμνό το σώμα σου.
Άναψε και εσύ ένα φωτάκι...Ήρθαν τα Χριστούγεννα από το Νοέμβρη, ξέρεις γιατί έτσι? Μα για να αγοράσεις από τώρα ότι δε θα προλάβαινες το Δεκέμβρη.
Άναψε και εσύ ένα φωτάκι...Πρέπει να μπεις οπωσδήποτε στο γαμημένο πνεύμα των Χριστουγέννων, πρέπει να νιώσεις καλά, δε νοείται να είσαι λυπημένος 11 μήνες σε γαμάνε στη δουλειά, στο σχολείο, στη σχολή, τρως ξύλο στους δρόμους αλλά τα Χριστούγεννα είσαι στο πνεύμα είσαι σπουδαίος μάζευες λεφτά όλο το χρόνο για να πάρεις κάτι στον εαυτό σου.
Άναψε και εσύ ένα φωτάκι...Γιατί πρέπει να αποκτήσεις συμπόνια για το διπλανό, οι μέρες άλλωστε το επιτάσσουν. Τι και αν ποτέ δε νοιάστηκες για τους φυλακισμένους που είναι στοιβαγμένοι σε άψυχα κελιά, τα άτομα στα ψυχιατρεία που τους μεταχειρίζονται σαν ζώα, τους μετανάστες που κλείνουν σε τριτοκοσμικά γκέτο και τους ξυλοκοπούν καθημερινός, τους φοιτητές που έχουν φάει όλα τα ληγμένα χημικά του κράτους, τους συνταξιούχους που ψάχνουν στα σκουπίδια για αποφάγια, την γαμημένη γενιά των εξακοσίων ευρώ που κάνει τρεις δουλειές.
Άναψε και εσύ ένα φωτάκι...