Saturday, October 8, 2011

and close as this


I might as well give you all there is,
I might as well take it all the way:
What's gone is forgotten, and anyway
Surely words alone could not wreck your day?
The cake's not worth the candle, so they say...

"Nothing ventured, nothing gained, no hard feelings..."
Other old clichés.

I've held back my feelings for so long
While clutching at straws in the caravan
I'll say what I must and take it like a man.
I've fixed my grin, I've raised a laugh,
And after the back's been broken by the waiting game...

"Mustn't grumble, can't complain, no hard feelings,"
Other old clichés.

Suddenly I see the scales falling from your eyes
This revelation surely comes as no surprise?
Well, what d'you want?
What d'you expect?
What do you say?

Can it really be so predictable?

Now all of the secrets are given away,
What words of forgiveness are there left to say?
Hold me now, don't let go,
Hold me, soon there comes a price I cannot pay,
I take the words back straight away:

"I'm so sorry, I didn't mean it,"
Beg forgiveness, beg and pray...
Blind self-pity,
Other old clichés.

Sunday, September 18, 2011

Ανορθόδοξα

Γυρίζω από τα βόρεια της πόλης, μια έκτακτη σεληνιακή συνεδρία μαζί με Puppet, διάλειμμα από...κάτι ασταδιάλα υποχρεώσεις του ξέρω γω, μην τα συζητάς τώρα. Μυρίζω τη βροχή εδώ και ώρα, στάλες πάνω στο κοντομάνικο μου, αναπνέω υγρασία ανακατεμένη με δροσιά-όχι από τη σάπια την καλοκαιρινή που σου 'ρχεται να ξεριζώσεις το δέρμα σου από τη σιχαμάρα. Λακούβες με νερό πάνω στο πεζοδρόμιο και μετά, χαλασμένοι υαλοκαθαριστήρες και θολή Κηφισίας. Μωσαϊκό από άσπρα και κόκκινα φωτάκια, απλά για να καταλαβαίνω πού πάω στο περίπου...ή πού δεν πάω στα σίγουρα. Και σκέφτομαι.

Bridges are for burning, as tables are for turning
And nothing that they offer could ever ease this yearning

Ανοίγω το παράθυρο κι αφήνω τη δυναμωμένη βροχή να τρέξει πάνω στο μπράτσο μου, πάνω στην πόρτα, μέσα στο αυτοκίνητο. Γιατί; Γιατί έτσι. Έκανα πάντοτε τα πάντα με τρόπους ανορθόδοξους, ακόμα και για κάποια δικά μου δεδομένα. Έκανα κάποτε κάποια πράγματα επίτηδες λάθος, επίτηδες στραβά, επίτηδες διαφορετικά, ίσως για να δω μέχρι πού μπορώ να φτάσω, να πάω, να τραβηχτώ. Πήγαινα μέχρι εκεί που με έπαιρνε για να φχαριστιέμαι και μέχρι εκεί που δε με έπαιρνε για να μαθαίνω.

Better wounds than regrets, better doomed than suppressed
But we are not doomed just yet

Εμπλοκή λοιπόν στη συνηθισμένη διαδικασία. Μια βροχή που δε με μελαγχολεί, αλλά με ξεπλένει. Με ποτίζει. Κοιτάζω τη θολούρα της υγρασίας πάνω από τα φώτα του δρόμου και πού ξέρεις...όταν σπάμε τη σιωπή, και απαντούν με βία, θα χορέυουμε στα δεσμά μας και θα τραγουδάμε στη δίκη μας...Δώσε μου ένα πράγμα να ζήσω ή να πεθάνω γι'αυτό, ξέρω ήδη τι είναι, όμως γιατί έκανα σαν να μην το βλέπω τόσο καιρό; Γκαβώθηκα από διάφορους πόνους τόσο καιρό, σα ζώο στο κλουβί και γδερνόμουν πάνω στα κάγκελα χωρίς κανέναν λόγο. Έρημοι χωρίς αντικατοπτρισμούς, όνειρα σαν έρημοι...

...μέσα στις, χωρίς μάτια, κόγχες της νύχτας.

Δεν είμαι καν σίγουρος ότι λέω ακριβώς αυτό που σκέφτομαι και νιώθω, γιατί δε θέλω να πω ότι ελπίζω σε κάτι ή σε τίποτα, δε θέλω να πω ότι πιστεύω πάλι, ότι φοβάμαι, ότι νιώθω πάλι το οτιδήποτε και το παραμικρό. Γιατί υπάρχει μόνο ένας τρόπος να νιώθεις, αυτός που ζώνεσαι τα εκρηκτικά στη μέση και κρατάς το μαχαίρι στα δόντια, υπάρχουν μόνο οι παλιές μέρες, οι "όλα ή τίποτα" μέρες και δεν ξέρω αν αντέχω να πω στον εαυτό μου ότι γυρίσανε πάλι.

Ακόμα κι αν γκρεμίσανε τις πατρίδες της καρδιάς μας
Και κάνανε πλύση εγκεφάλου στις οικογένειες μας
Και δηλητηρίασαν τα πάθη μας
Και έπνιξαν κάθε ελπίδα από τις ψυχές μας
Επιβιώνουμε

Γιατί δεν ξέρω αν αντέχω αλλά καβλώνω δέκα ζωές μόνο και μόνο στην ιδέα-μου φαίνεται.

Μπορεί και να υπάρχει ο σωστός και ορθόδοξος τρόπος να νιώθεις, ο τρόπος που κάνεις και όλα τα υπόλοιπα πράγματα. Μπορεί και να μπορείς να νιώθεις σαν να περνάς έναν δρόμο, κοιτώντας κι απ'τις δυο μεριές ακόμα κι αν είναι μονόδρομος. Μπορεί και να μπορείς να νιώθεις σαν να οδηγείς ένα αυτοκίνητο, με αερόσακους, ζώνες ασφαλείας και πτυσσόμενη νοσοκόμα Α' βοηθειών. Μπορεί και να γίνεται κι έτσι, αλλά εγώ δεν ξέρω να το κάνω έτσι και άπαξ και ξαναβγείς από την πόρτα δεν υπάρχει γυρισμός.

Θέλοντας περισσότερα από όσα αυτός ο κόσμος μπορούσε να κρατήσει
Στη σκιά μιας ομορφιάς που δε θα μπορούσαμε ποτέ
ποτέ
ποτέ να έχουμε.

Ε δε γαμιέται.

Υπό τους ήχους των Catharsis, Requiem, Zegota και όλων των καλόπαιδων της Crimethinc. Πώς ξεχαστήκαμε τόσο καιρό;

Saturday, August 27, 2011

Ο βαρόνος Μινχάουζεν και το ρολόι από σκόνη


Τελειώνω την πληροφορική με μέτρια επιτυχία μάλλον. Μπορώ να πω ότι σπούδασα αυτό που μου άρεσε, και μάλιστα βρήκα κάτι πολύ ενδιαφέρον στον προγραμματισμό. Κατάφερα να ικανοποιήσω την πλασματική μου ανάγκη για εφαρμογή και τήρηση κανόνων. Κάπου πρέπει να την εκτονώσεις αυτή την ανάγκη που με κόπο μας μαθαίνουν ότι είναι υποχρεωτική έτσι ώστε να μπορέσεις να ελευθερωθείς κιόλας, και μία γλώσσα προγραμματισμού είναι γεμάτη από κανόνες έτσι ώστε με τη σωστή σύνταξη να παράγεται το επιθυμητό αποτέλεσμα.


Ποιος ξέρει να κάνει την αγάπη παντοτινή ρώτησε ο Τομ Ρόμπινς. Η κατάργηση της έννοιας του χρόνου τολμάω να απαντήσω εγώ. Άλλοι προσπαθούν να απλά να τον σταματήσουν επεμβαίνοντας στο σώμα τους. Αλλά για δοκιμάζουν κάτι τέτοιο σημαίνει πως έχουν αποδεχτεί πλήρως την έννοια του χρόνου και στην ουσία παραδοθήκανε ίσως λίγο πιο αργά από όσο έπρεπε.


Ο χρόνος είναι ένας κανόνας, είναι η τοποθέτηση δώδεκα γραμμών ίσης απόστασης πάνω σε κάτι κυκλικό ενίοτε και άλλου σχήματος αντικείμενο. Με τη βοήθεια των ρουφιάνων, πάντα εάν παρατηρήσετε η εφαρμογή ενός κανόνα απαιτεί τη δημιουργία ρουφιάνων. Το ρόλο αυτό έχουνε αναλάβει οι δείκτες και ομολογουμένως κάνουν καλή δουλειά.


Όταν είμαι μαζί σου το ρολόι γίνεται ένας μαγικός καθρέφτης με δώδεκα γραμμές κόκας και ο ωροδείκτης με το λεπτοδείκτη δύο πολύχρωμα καλαμάκια. Και όντως τότε η αγάπη, αυτή πολυχρησιμοποιημένη και κουρασμένη λέξη που την ακούς μόνο ως μέσο προπαγάνδας, όταν ο ένας ερωτευμένος προσπαθεί να τη χώσει με το ζόρι στο κεφάλι του άλλου. Μόνο τότε λοιπόν γίνεται παντοτινή. Τότε που γίνεσαι το μανιτάρι μου και το ταξίδι δεν έχει αρχή και τέλος, μόνο μέση, απέραντη συνεχόμενη υπέροχη μέση, με μικρά παζάρια που και που γεμάτα γλυκιές, πικρές και ψημένες σοκολάτες.


Και έτσι γίνεσαι το πρόβλημα στη λύση μου.

Και έτσι η ελευθερία μας ξεκινάει εκεί που τελειώνει των άλλων.


Δύο κοινότυπα τσιτάτα αντεστραμμένα, βγάζουν πιο πολύ νόημα, αυτά είναι τα κατάλοιπα του καμμένου προγραμματιστή.


Ο βαρόνος Μινχάουζεν ταξίδεψε στο φεγγάρι όπου οι κάτοικοί του μπορούσαν να διαχωρίσουν το κεφάλι από το σώμα τους. Απλά στριφογυρνούσε και άρχιζε να αιωρείται ελεύθερο πλέον από τους φυσικούς περιορισμούς. Πάντα ήθελα να γίνω κάτοικος φεγγαριού και εκείνες τις στιγμές που το κεφάλι μου θα πετάει μακρυά, ίσως να μην μπορώ να δω το εκνευριστικό στρογγυλό κόκκινο ρολόι σου με τον επαναλαμβανόμενο μονότονο ήχο βγαλμένο από την προσωπική μου κόλαση.

Tuesday, July 26, 2011

...με μια καρδιά τόσο βαριά, και με άκρα τόσο τρεμάμενα

Πάλι έξω είσαι ρε πούστη, γαμώ την ενδοσκόπηση σου;

Κεφάλαια κλείνουν, φλέβες καταρρέουν...Ο πιο δύσκολος χειμώνας τρέχει, μέσα στο κατακαλόκαιρο, σαν νερά ανάμεσα από τα δάχτυλα. Όσο κι αν έμαθα να τα κουκουλώνω, να βουλώνω το στόμα μου με μια παλάμη που έχει ζωγραφισμένο πάνω της ένα χαμόγελο, να μη γκρινιάζω, όσα κι αν έμαθα...Τίποτα δεν είναι ίδιο. Πια. Και το ξέρω πολύ καλά. Πια. Δειλά βήματα σε έναν απαίσιο κόσμο, φοβισμένες πατημασιές πάνω σε ένα φαρμακωμένο χώμα, κάθε μέρα ίδια με την προηγούμενη, κάθε βδομάδα πιο απαίσια κι από το ανάποδο όλων των ονείρων μας...με το βλέμμα στη βόμβα, και τα χέρια πάνω, στον ουρανό.

Ατελείωτα βλέμματα, ανονείρευτη ύπαρξη, σκιές από κάτωχρα χρώματα να τρέφουν τις παθήσεις μας.

Πριζωμένοι σε μια συνειδητή απραξία, οι οδύνες ταξιδεύουν σαν ραδιοκύματα στον ουρανό, σε ένα μοτίβο σύγχυσης, σε μια τοπολογία συστηματικά χαοτική, επώδυνη και τραχιά, κοφτερή και επικίνδυνη σε κάθε της απόληξη. Τα ρομάντζα μας κατάντησαν συνδρομικά, κατάλοιπα άλλων καιρών, άλλων στιγμών, κακές ρέπλικες της ξεφτίλας. Ξοφλήσανε. Μείναμε πίσω, επηρεασμένοι αργά καθώς το φως έγινε βίαιο.

Αν μπορείς να αγγίξεις τα αστέρια...μέσα στην ευχαρίστηση μιας γόνιμης καταστροφής...

Δε γίνονται πια αυτά τα πράγματα. Δεν είμαστε αρκετά καθαροί, δεν είμαστε αρκετά ηλίθιοι πια, δεν είμαστε αρκετά εμείς για να γίνουν πια όλα αυτά. Ξεχειλισμένοι σύνδρομα και όξινα στομαχικά υγρά, τα γιασεμιά μαράθηκαν και μείναν μόνο οι εμετοί. Προσπαθώντας ίσως να καταλάβουμε τα πάντα, γιατί; Πού κάναμε λάθος ρε φίλε; Γιατί όλα τρέχουνε μπροστά; Γιατί τίποτα δε μας περίμενε, κι ούτε κανείς ποτέ ρώτησε "αντέχεις να τρέξεις κι εσύ ρε μαλάκα;", γιατί ξεμείναμε έτσι, γιατί οι μόνοι άνθρωποι που μπορούσαν να με κάνουν καλά έπρεπε να φύγουν τόσο μακριά;

Γιατί το γαμημένο το Ιξτλάν είναι πάντα τόσο μακριά; Πού στο διάολο είστε γαμώτο μου...;

Περπατάω το μονοπάτι μου προς το τέλος του καλοκαιριού. Ποιου καλοκαιριού δηλαδή...Δε γίνονται πια αυτά τα πράγματα.

Κολασμένη δύναμη, άνοιξε διάπλατα και αποφάσισε που στέκει ο άνθρωπος.
Για να κάνουμε την καρδιά μας ολόκληρη...και να δούμε τα σύνδρομα να πέφτουν.

Δε γίνονται πια αυτά τα πράγματα όμως. Ζήσε λοιπόν έτσι τώρα, με κάθε πιθανό νόσημα που δημιούργησε το νοσηρό, ενήλικο κεφάλι σου. Και μην ξεχάσω, πάλι...

Welcome to heartbreak.

Thursday, June 23, 2011

Postmortem

Κοίταξα πρώτα κάτω μπροστά μου, οι πλάκες έμοιαζαν να χορταριάζουν μόλις τα παπούτσια μου περνούσαν από πάνω τους. Σήκωσα το κεφάλι μου και ανάσανα βαθιά-παγωμένος αέρας, αυτή η διαβόητη υγρασία, κι εγώ ξένος σε μια ξένη πόλη. Σχεδόν ξένος, σε μια σχεδόν ξένη πόλη. Όσο χρειάζεται για να μην ξέρεις που να ανήκεις πια, και όσο χρειάζεται για να μην αντέχεις και να φύγεις.

Έβαλα τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν μου, σφίχτηκα πάνω στα πλευρά μου για να κρατήσω μακριά όσο κρύο μπορούσα. Στα μέσα του Γενάρη, αυτή η πόλη έκανε-όπως πάντα της-ό,τι μπορούσε για να μου δείξει ότι δε με γουστάρει. Κάθισα σε ένα τσιμεντένιο πεζούλι, μπροστά από τη μεγάλη στρογγυλή εκκλησία, και προσπάθησα να ξεμουδιάσω τις αρθρώσεις μου τεντώνοντας τα πόδια μου. Το πάγωμα δεν έλεγε να φύγει. Ανακάθισα στις πλάκες του πεζόδρομου, ακουμπώντας πια την πλάτη μου στο τοιχάκι. Πέτρινος όσο και αυτό. Κοίταξα φευγαλέα το καμπαναριό πίσω μου και βλαστήμησα όσο πιο άγρια μπορούσα, καταλήγοντας σε έναν σιχαμένο βήχα-γαμώ την τύχη μου, δε φτάνει που σκοτωθήκαμε, πρέπει να αρρωστήσουμε κιόλας;

Έφευγα από αυτή την πόλη χλωμός και χιονισμένος-κι όμως, δεν θα πήγαιναν πάνω από τρεις μέρες που είχα φτάσει, βυθισμένος ολόκληρος σε πυρετό και σε φλόγες άγνωστες εδώ και χρόνια. Περίπου άλλα τόσα χρόνια πρέπει να πέρασαν κι από τη μέρα που έφτασα εδώ-ίσως και περισσότερα. Ήρθα σπέρνοντας αυλάκια από φωτιά πίσω μου, λες και ήμουν ο γαμημένος ο Ghost Rider αυτοπροσώπως, γαμώντας, δέρνοντας, αστακός σωστός, με ύφος, τουπέ και κληρονομικά δικαιώματα στην απαστράπτουσα ψευδαίσθηση του ολόκληρου. Δε θα πήγαιναν πάνω από τρεις μέρες κι όμως, πήγαιναν πολλά χρόνια πριν.

Γύρισα το βλέμμα μου προς το σπίτι της. Το ήξερα ότι εκείνη δε θα κατέβαινε ποτέ ξανά για μένα, το είχα δει στα μάτια της πριν κάποια λεπτά. Το στόμα της κουνιόταν αλλά δεν άκουγα λέξη από όσα έλεγε, και οι δικές μου κουβέντες ερχόντουσαν κατευθείαν από το διάφραγμα μου-χωρίς εγκέφαλο στο ενδιάμεσο. Απλά έπρεπε να πω κάτι για να εξηγήσω το τρελό επιστημονικό παράδοξο του γιατί βρισκόμουν εκεί πέρα. Πώς μπορείς να εξηγήσεις ένα παράδοξο; Τη φίλησα για να σταματήσει να μιλάει-ένιωθα λες και κάποιος βάραγε εκείνα τα γαμημένα πιατίνια που ακούγονται στις παρελάσεις, την ώρα που εγώ προσπαθούσα να κουρδίσω μια ούτως ή άλλως φάλτσα κιθάρα. Προσπάθησα να την κάνω να σκεφτεί μουσική, να καταλάβει ότι βαράει σε τελείως άστοχους ρυθμούς, μη μιλάς, σταμάτα. Τα χείλη της σφίξανε, αν δεν την κράταγε η ντροπή μπορεί και να τραβιόταν εκείνη τη στιγμή. Εκεί που καίγανε αυλάκια από φωτιά, κοίταξα πίσω μου και είχαν μείνει κάτι δειλές και μίζερες γραμμές από στάχτη. Κατάλαβα ότι δε χώραγα καθόλου σε εκείνο το κάδρο, της έδωσα βιαστικά το CD και έφυγα σαν καταιγίδα 10 μποφώρ, πριν προλάβει να σκάσει μύτη με καμιά λεκάνη με νερό και μου γαμήσει τελείως την παρομοίωση.

Ίσως θα έπρεπε να καπνίζω, το έχω σκεφτεί πολλές φορές αυτό για τον εαυτό μου. Ένα τσιγάρο θα ήταν ένας πολύ καλός λόγος να έχω αράξει σε ένα πέτρινο, παγωμένο πεζούλι, βράδυ Δευτέρας στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Οπότε τώρα που δεν έχω έναν τέτοιο πολύ καλό λόγο, ήμουν απλά ένας τύπος πεσμένος πάνω σε ένα πλακόστρωτο. Σκατά, ούτε καν κάποια καλλιτεχνική αξία στην εικόνα, κατιτίς το μοιραίο. Απλή μιζέρια. Έσφιξα ακόμα πιο δυνατά τα χέρια μου πάνω στα πλευρά μου, προσπαθώντας να με κάνω να νιώσω κάτι εκτός από κρύο, λίγο πόνο ίσως. Τίποτα. Όλο μου το σώμα είχε μουδιάσει και άρχισε να μπλαβίζει ανησυχητικά. Σκέφτηκα ότι πριν λίγο δεν την άκουγα να μιλάει, τώρα έπιανα με τα δάχτυλα μου το πρόσωπο μου και δεν μπορούσα να καταλάβω διαφορά από τις πλάκες του δρόμου. Μία μία, οι αισθήσεις μου με εγκατέλειπαν-ίσως να ήταν καλύτερα έτσι.

Η γεύση φάνηκε να αντιστέκεται λίγο παραπάνω. Έκλεισα τα μάτια να την απομονώσω, προσπάθησα να επικεντρωθώ στη γεύση που είχε το στόμα της. Δεν τα κατάφερα για πολλή ώρα-άλλωστε η γεύση που είχε το στόμα της είχε αλλάξει πολύ τις τελευταίες μέρες-χρόνια. Σαν μπύρα που είχε ξεθυμάνει και μείνει στον ήλιο, ένα γαμημένο κάτουρο, αυτό είχε μείνει να θυμίζει τη γεύση της. Πέρασα τη γλώσσα μου στα τοιχώματα από το στόμα-αίμα. Το στόμα μου ήταν γεμάτο αίμα, σαν να είχα κάνει γαργάρα με βίδες. Σκέφτηκα πώς ήταν αρκετά ταιριαστό, κάτουρο πάνω σε πληγές, προσπάθησα να γελάσω και μου γύρισε στον ίδιο σιχαμένο, ασθματικό βήχα, έφτυσα ακριβώς δίπλα μου μια γενναία ποσότητα από αίμα. Δεν είχε νόημα. Η μόνη γεύση που μπορούσα να έχω πια ήταν η γεύση που έχουν τα πράγματα όταν πεθαίνουν.

Έκλεισα τα μάτια και σκέφτηκα εκείνη την ταινία με τον Τζώνυ και το όπλο του. Πώς ακόμα κι όταν όλα τα άλλα αποφασίσουν να σε αφήσουν, το γαμήδι το μυαλό σου θα συνεχίσει να λειτουργεί-είμαι εξαιρετικά σίγουρος ότι το δικό μου είναι το πιο γαμήδι από όλα τα μυαλά αυτού του κόσμου. Ακούμπησα το κεφάλι μου πίσω στο τοιχάκι και θυμήθηκα το μισοσκόταδο στο δωμάτιο της, πόσες ώρες πήγαιναν από τότε που ξύπνησα εκεί; Ξύπνησα με το βλέμμα της καρφωμένο στις κόγχες μου, η παλάμη της να ψάχνει ανάμεσα σε συρματοπλέγματα και ναρκοπέδια για να με βρει, ξύπνησα σε κώμα, αυτό ήταν. Είχα ξυπνήσει από τη ζωή, από αυτό το πράγμα που μέχρι εκείνη την ώρα προσπαθούσε να είναι ζωή και δεν τα κατάφερνε, σε ένα κώμα. Κρυμμένος από όλο τον κόσμο μέσα στο δωμάτιο της, με τα ρούχα μου να αγνοούνται και το επιδαπέδιο φωτιστικό σωριασμένο στο πάτωμα-μπορεί και σπασμένο. Την κράτησα ξαπλωμένη σε εκείνο το κρεβάτι όσο περισσότερο μπορούσα, αμίλητοι, να κοιταζόμαστε, με τα χέρια μας ο ένας στο πρόσωπο του άλλου. Τρέχαμε τα χιλιόμετρα με ματωμένα πόδια και γελάγαμε σαν υστερικοί με τον πόνο μας, ευτυχισμένοι μόνο και μόνο που μπορούσαμε να νιώθουμε το οτιδήποτε και το παραμικρό. Την κράτησα σε εκείνο το κρεβάτι όσο περισσότερο μπορούσα, κρυμμένοι από όλο τον κόσμο και την ίδια στιγμή με όλο τον κόσμο μέσα στα χέρια μας, την κράτησα όσο μπόρεσα και μετά δεν την ξαναείδα ποτέ, λες και την κατάπιε το παλιό πάτωμα όταν σηκώθηκε.

Πάτησα το rewind, έπρεπε να φύγω από το δωμάτιο της, δεν μπορούσα να πεθάνω στο μοναδικό μέρος που είχα νιώσει ζωντανός εδώ και –ποιος ξέρει- πόσο καιρό, έτρεξα την ταινία κάπου αλλού και όπου και να πήγαινα έπεφτα πάνω στο βλέμμα της. Είχα ένα τεράστιο σελιλόιντ μέσα στο κεφάλι μου, μια τεραστίου μήκους μαγνητική ταινία και όπου και να άφηνα την κεφαλή, εμφανίζονταν εκείνα τα κλεμμένα από λεοπάρδαλη μάτια, να ανοίγουν τρύπες στο πίσω μέρος του κρανίου μου. Να με κοιτάζουν κάνοντας κύκλους γύρω μου, αλλάζοντας χρώματα, καλειδοσκοπικά, από καφέ σε πράσινο και πίσω, να θολώνουν πίσω από κανελιά αλκοολούχα διαλύματα, να νετάρουν μέσα σε ημιφωτισμένα μπαράκια και γκρίζες λεωφόρους, να καίνε, να καίνε, να καίνε σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά, να μη βαριούνται, να μη φλυαρούν. Κατάπια λίγο αίμα ακόμα και περίμενα.

Πίστη...έχε πίστη για μένα.
Την έχασα εδώ και καιρό σε ένα μέρος που δε θα έπρεπε να είμαι.
Καρδιά...φύλαξε την καρδιά σου για μένα.
Είναι το μοναδικό μέρος που είχα ποτέ όλα όσα χρειάστηκα.

Περίμενα...τι, αλήθεια; Εκείνη δε θα κατέβαινε ποτέ ξανά για μένα, και κάπου λίγο πιο μακριά μια φίλη με περίμενε να γυρίσω-δεν έπρεπε να γυρίσω κάτι που να με θυμίζει; Αυτό το τελευταίο ήταν το πιο δύσκολο απ’όλα, δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα να με θυμίζει εκείνη τη στιγμή. Ανοιγόκλεισα τα μάτια, πέτυχα κάτι τυχαία σπίτια που δε μου θύμιζαν τίποτα, ξεροκατάπια. Το στόμα μου είχε στεγνώσει, η υγρασία με τρύπαγε μέσα-έξω και με μούλιαζε σαν πατσαβούρι μέσα σε λεκάνη. Η αίσθηση της όρασης με είχε ήδη αφήσει κι αυτή, εδώ και μερικά λεπτά δεν ήξερα τι βλέπω πραγματικά και τι φαντάζομαι, δεν ήξερα πού είμαι, δεν ήξερα τι μπορώ να νιώσω και τι όχι. Σήκωσα στιγμιαία το αριστερό μου χέρι και το βρήκα λερωμένο ψηλά στο μανίκι, λες και κάτι το πιτσίλαγε τόση ώρα. Χοντρές κόκκινες στάλες λέκιαζαν το μπουφάν μου-και όταν έκαναν να στάξουν στο πλακόστρωτο, διαλυόντουσαν μέσα του, σαν να τις απορροφούσε.

Ένα μικρό κυματάκι παγωμένου αέρα έσκασε πάνω στα μούτρα μου. Ο Γενάρης στη Θεσσαλονίκη κατέβαινε από το βουνό με τις μπάντες-και δεν είχε καμία διάθεση να ρωτήσει αν κάποιος χαμουτζής είχε απλώσει την αρίδα του εκεί πέρα, θα κατέβαινε και δεν τον ένοιαζε φράγκο. Έτρεμα σαν το ψάρι πεταμένος πάνω στις πλάκες, αλλά προσπαθούσα να θυμηθώ τη διαφορά με το τρέμουλο που είχα την πρώτη φορά που με φίλησε, που τα γόνατα μου παίζανε κλακέτες κι εγώ ένιωθα 40 βαθμούς θερμοκρασία, έκαιγε λάβα μέσα στις αρτηρίες μου κι εκείνη μου ψιθύριζε «σταμάτα να τρέμεις» γιατί νόμιζε πως κρύωνα κι εγώ της έλεγα «φταις εσύ που τρέμω» και γελούσε-δεν ξέρω αν κατάλαβε ποτέ ότι το εννοούσα. Τώρα είχα πάρει να παγώνω σε νεκρική ακαμψία, λεπτό με το λεπτό σταμάταγε και το τρέμουλο. Πόσες φορές, άραγε, προσευχήθηκα να χαθώ στο δρόμο;

Τι θα κάνουμε όταν σβήσουν τα φώτα;
Χωρίς εκείνη, να μας οδηγήσει στη Zion;
Τι θα κάνουμε όταν τα ποτάμια πλημμυρίσουν;
Εκτός από το να τρέμουμε ασταμάτητα;

Ψηλά είναι ο δρόμος, αλλά τα μάτια μας είναι πάνω στο χώμα.
Κι εσύ είσαι το Φως και ο Δρόμος, που οι άλλοι μόνο θα διαβάσουν γι’αυτά.
Προσεύχομαι μόνο ο ουρανός να ξέρει πότε να σε σηκώσει εκεί πάνω.
...φτάνει τόσο, πρέπει να πας σπίτι.

Είναι καιρός πια, είναι ο καιρός μου πια.
Δώσε μου, δώσε μου τα φτερά μου.

Τσάμπα ξοδεμένος πήγες μαλάκα μου. Μια θάλασσα να υποφέρεις μέσα της, θα υποφέρω μέσα στη θάλασσα της, θα πέφτω από τον ατελείωτο ουρανό της αλλά δε θα κλάψω ποτέ πια ποτέ πια θα περπατήσω μακριά και θα γελάω δυνατά για να τη θυμάμαι πάντοτε και να αναρωτιέμαι γιατί, θα σε θυμάμαι πάντοτε πριν από τα αίματα όσο αντέχουν οι πεθαμένοι να ονειρεύονται θα σε θυμάμαι πες με ό,τι θέλεις αλλά δε θα πεθάνω για κανέναν πια όπως τότε που πίστευα όπως τότε που ήλπιζα ακόμα και που δεν υπήρχε σωστός τρόπος για να αγαπάς και να μισείς, πήγες τσάμπα ξοδεμένος, κι αν βρεθείς ξανά στο δρόμο μου θα υποφέρεις όπως κανένας άλλος άνθρωπος πιο πριν, το κατάλαβες γαμώ τη ζωή μου; Γιατί δεν έχουν εξημερωθεί ακόμα τα τέρατα σ’αυτόν εδώ τον κόσμο, για να τους μιλήσεις για σένα και για εκείνη. Γιατί εκείνη ψάρεψε τον παράδεισο και τον έριξε πίσω στον κόσμο, χωρίς να ξέρει. Και γιατί δε θα πενθήσω για σένα ρε κορόιδο, ποτέ πια, ποτέ πια, ποτέ πια.

Ανακάθισα πάνω στις πλάκες κι εκείνη τη στιγμή κατάλαβα. Έτρεχε αίμα από κάπου χαμηλά στην κοιλιά μου, κάποιο παλιό σκίσιμο που είχε ανοίξει ξανά, ποιος ξέρει. Έσφιξα τα δόντια, προσπάθησα να κρατηθώ ξύπνιος για έστω πέντε λεπτά ακόμα, να αποχαιρετιστούμε-χωρίς να έχουμε τίποτα να πούμε όμως. Πήγε γυρεύοντας και δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα άδικο στο να πεθάνει, σχεδόν όλα ήταν σωστά, σχεδόν έτσι θα συνέβαινε κάποια στιγμή. Πόσες φορές να τον μπάλωνα ακόμα; Και πόσο ακόμα θα τον κουβάλαγα μαζί μου, με βάραινε το καθίκι! Είχε αρχίσει και φαινόταν άσχημα, δεν μπορούσα να τον ράβω κάθε φορά που ξηλωνόταν, έτρεχε μαύρο, ξεραμένο αίμα από τις παλιές ραφές και ήθελε πλύσιμο κάθε τόσο, δεν μπορούσα να το κάνω ο ίδιος, και δεν μπορούσα να βάλω κανέναν άλλο να το κάνει πια. Πίσω από τα κλειστά μάτια μου ήρθε για τελευταία φορά η εικόνα της σαν σκέψη στο παρόν-γιατί θα έμενε κι εκείνη, μοιραία πίσω, μαζί με δαύτον. Χαμογέλασε, μπουκώνοντας λίγο αψέντι από ένα κοντό ποτήρι, μισόκλεισε τα μάτια με εκείνο το ύφος που έκανε την Grace Kelly να πετάει, κλαίγοντας, τις πλαστελίνες της στο πάτωμα του νηπιαγωγείου και με ρώτησε «γιατί δε μένω εδώ». Δεν ήξερα τι να της απαντήσω-ήταν η μοναδική φορά που δεν ήξερα. Αρκέστηκα να της απαντήσω με την ίδια ερώτηση, σαν να ήταν αυτονόητο ότι θα έπρεπε να έχει δίκιο. «Γιατί δε μένω εδώ;»

Δεν την ξαναείδα ζωντανή από τότε.

Άνοιξα τα μάτια μου μετά από ένα ακαθόριστο τμήμα χρόνου. Έβγαλα τα χέρια από τις τσέπες του wannabe δερμάτινου μπουφάν και γύρισα το κεφάλι προς τα πίσω. Έκλεισα το σταυρό της εκκλησίας ανάμεσα σε δείκτη και αντίχειρα και, αφού τον ξήλωσα από τον τρούλο, τον έμπηξα με δύναμη στις πλάκες ανάμεσα από τα πόδια μου. Σηκώθηκα προσεκτικά, μη σπάσω τίποτα από τα φρεσκοβαμμένα και αφού έκανα δύο αφηρημένα, ακαθόριστα βήματα προς την ανηφόρα, γύρισα προς τα πίσω. Δεν ένιωθα κρύο, αν και ήμουν εντελώς γυμνός. Ξαφνικά όμως σκέφτηκα τους μπάτσους και την προσβολή της δημόσιας αιδούς-δεν είχα καμία όρεξη να τη βγάλω νεογέννητος σε κανένα συμπρωτεουσιάνικο κρατητήριο. Γι’αυτό πλησίασα εκείνο το πεσμένο κουφάρι πίσω μου, έσκυψα αργά και του έβγαλα μπουφάν, μπλούζα, παντελόνι και παπούτσια. Τα φόρεσα βιαστικά. Ο αέρας που κατέβαινε από την ανηφόρα δυνάμωνε, το παλικαράκι είχε πάρει να μελανιάζει, τα χείλη του κιτρίνισαν ακαριαία, ήμασταν για να φεύγουμε-έτσι γενικά. Γονάτισα ακουμπώντας στο ένα μου πόδι, τον φίλησα όσο πιο απαλά μπορούσα στο μέτωπο, κι ύστερα σηκώθηκα απότομα και τον κλώτσησα στη μούρη όσο πιο δυνατά με κράταγαν τα πόδια μου. Γύρισα την πλάτη κι έφυγα όσο ακόμα ακουγόταν ο μαλακός γδούπος από το σώμα που σωριαζόταν στον πεζόδρομο, ο σταυρός της εκκλησίας ακόμα φυτεμένος ανάμεσα στα γόνατα του.

Έφτασα στο σπίτι αρκετές ώρες μετά, κοιτάχτηκα πολλές φορές στον καθρέφτη να βεβαιωθώ ότι όντως του έμοιαζα και ότι θα μου άνοιγε. Φαγάμε κάτι στα γρήγορα, χώθηκα στο μπάνιο και ξανακοίταξα τα μούτρα μου. Σπάγανε απροσδιόριστα σε γκριμάτσες πόνου, γιατί χαμηλά εκεί στην κοιλιά μου, είχα πάρει μαζί κι εκείνο το σκίσιμο που έσταζε αίμα, σαν απομνημόνευμα από μάχη, σαν ανάμνηση φυλάκισης. Ξάπλωσα στο κρεβάτι διπλωμένος από τον αφόρητο πόνο, δεν είχα κάνει τίποτα αρκετά καλό ώστε να μπορώ να δικαιούμαι να πεθάνω ξέγνοιαστα-και έτσι ακριβώς έγινε. Μια φίλη καθόταν δίπλα σε εκείνο το κρεβάτι, ο φόβος τεράστιος στα μάτια της, κι εγώ να προσπαθώ να ξεράσω μια πρόταση, να της πω να βρει ένα γαμημένο φτυάρι να με φυτέψει στον κήπο γιατί δεν είμαι εγώ αυτός που γύρισα στο σπίτι της και εκείνη μπερδεύτηκε και μου άνοιξε, ότι εγώ μάλλον δεν υπάρχω πια και ίσως πάλι δεν υπάρξω και ποτέ πια.

Ότι ξεμείναμε ταπί και το αμπαριάσαμε το μαγαζί, δεν πήγαινε η δουλειά έτσι, τα αφήσαμε όλα σύξυλα, όνειρα και πραγματικότητες, μισοτελειωμένα και ρημάδια, μήπως και μπορέσουμε να μην τα κουβαλάμε μέσα σε όλη την πλαστικούρα και φαινόμαστε παράταιροι μέσα στη φυλακή, μήπως μπορέσουμε να τη δούμε λίγο αλλιώς, πουλιά πάνω στο σύρμα και πλιάτσικο στη ζωή, ό,τι πάρουμε δικέ μου, μήπως μπορέσουμε να σταματήσουμε τον ήλιο πια, τις σκέψεις μας πια, μήπως ηρεμήσουμε πια, γαμώ τη ζωή μου.

Ότι με άφησα να σαπίσω σε εκείνο τον πεζόδρομο και τώρα την έχω πέσει κάπου αλλού, κάπως αλλιώς. Με κάτι παλιά σκισίματα να ανοίγουν κάτι αδέσποτα βράδια και να με τσακίζουν σαν καλαμάκι-ανάμνηση περασμένης ζωής, όνειρα-χαρακιές, σκουλαρίκια με εξώφυλλα δίσκων και κόκκινα φώτα. Δεν κατάφερα να της πω τίποτα από όλα αυτά-τότε. Μου έκλεισε τα μάτια-για να κοιμηθώ, είπε. Και με άφησε ξένο, μέσα σε έναν ξένο γαμημένο άνθρωπο.

Καλό ψόφο και καλή ζωή, μούλε.

Friday, June 3, 2011

Όλα άρχισαν όταν αυτός ο αλήτης ο motorcycleboy...


Όλα άρχισαν όταν αυτός ο αλήτης ο motorcycleboy μας έμαθε το Νίκο Νικολαΐδη. Αν δε το είχε κάνει, ακόμα θα ήμασταν κοριοί με στιλέτο στην πλάτη, απλά το μόνο που θα άλλαζε είναι πως η συνείδηση μας δε θα χε αρπάξει μια κάμερα και δε θα μας σκηνοθετούσε.

Μιλάω με πληθυντικό γιατί πέντε χρόνια σε εκείνη την καταραμένη πόλη που σπουδάσαμε εγώ και ο Mr.Fixit δε θα βγαίναμε ζωντανοί(αν θεωρούμαστε ακόμα), χωρίς αυτό το blog και τον Ν.Ν. που άτσαλα προσπαθήσαμε να του κλέψουμε καμιά σκηνή και καμιά ατάκα. Είχε και τον αγαπημένο του καιρό βεβαίως βροχή και μαυρίλα.


Η πρώτη επαφή ήταν με τη γλυκιά συμμορία σε μια κακιά κόπια με άτσαλο ήχο και εικόνα και από βιβλία η στεκιά. Δε θα πω τι πιστεύω για τις ταινίες του και τα βιβλία του γιατί δεν τα πολυσυζητάμε αυτά με το fixit μας φτάνει απλά το ύφος μας μετά από κάθε προβολή, ο καθένας κρατάει ότι πιστεύει, κρατάει κάτι μαύρο από μέσα του μέσα στα χέρια του και δεν τολμάει να το δώσει στον άλλον, ίσως για αυτό να κράτησε όλο το σινεμά την ανάσα του όταν τελείωσαν τα κουρέλια. Όταν αγαπάς κάποιον είναι πιο εύκολο να τον σκοτώσεις. Και εμείς αγαπήσαμε πολλά πτώματα τις λεγόμενες κατά το Ν.Ν. γυναίκες με προδιαγραφές θανάτου τις οποίες σκοτώναμε συνέχεια και εμφανίζονταν ξανά και ξανά με επιδέσμους.


Στα κουρέλια όπου και να ναι...



Wednesday, June 1, 2011

"...κι αν αυτή η ιστορία είναι εφιαλτική, δεν παύει να είναι δική μας"


Αυτή η ιστορία είχε ξεκινήσει θεόστραβα-όπως όλες οι σημαντικές ιστορίες της ζωής μου (μας;) μου φαίνεται. Είχε ξεκινήσει με ανελέητο πρήξιμο από έναν φίλο (μου επιτρέπεις, έτσι;) που είχε καταλήξει σε μια κωμικοτραγική νύχτα που ανακάλυψα εκείνο το κατάπτυστο dvd της "Γλυκιάς Συμμορίας" στο ράφι του πατέρα μου και άραξα στον καναπέ να δω προς τι ο θόρυβος και η αναμπουμπούλα τέλος πάντων. Βατερλό. Η εικόνα θολή, τα χρώματα μουντά, ο ήχος σκοτωμένος, δεν έβλεπα τίποτα, δεν άκουγα χριστό, δεν πήρα μυρωδιά. Με τα γνήσια χεβυμεταλλάδικα κατάλοιπα που με διακατέχουν, έμπλεξα σε κάτι συζητήσεις από αυτές που διαφωνείς επειδή μπορείς να το κάνεις με πάθος-ενώ αν συμφωνούσες, δε θα ήσουν αρκετός για να το κάνεις καλά.

Πέρασε κάμποσος καιρός από τότε μέχρι να ξαναψηθώ να δω εκείνη την ταινία-η ίδια γαμημένη κόπια αλλά σε οθόνη υπολογιστή (άρα εκ του κοντόθεν) και με ακουστικά. Αρκετά καλύτερα πράγματα, άκουγα ακόμα και τις ατάκες! Την τρίτη φορά σε προβολή στη σχολή, ένας μαγκάκος μαλλιάς είχε κάνει κάτι κόλπα με τον ενισχυτή και ακούγαμε καμπάνα, βεβαιώθηκα τότε ότι αυτή η ταινία έκρυβε μέσα της πλουτώνιο, νιτρογλυκερίνη, κάτι τρομερά επικίνδυνο τελοσπάντων. Ακολούθησε η ανακάλυψη των "Γουρουνιών στον Άνεμο" στη βιβλιοθήκη του παλιού δώματος και η αγορά του "Μοντεζούμα". Καθ'ότι κάπως μανιακός με το γράψιμο, πρέπει να είμαι από τους λίγους ανθρώπους που αρρώστησε πρώτα με τα βιβλία του Ν.Ν. και αργότερα με τις ταινίες του. Αλλά δεν πρόκειται να λύσουμε τις χοντροπροβληματάρες μας εδώ πέρα-το αντίθετο μάλιστα.

Έκτοτε πολλά πράγματα άλλαξαν.

Είναι λίγο μετά τα μεσάνυχτα κι εγώ έχω μόλις γυρίσει από την προβολή του "Zero Years" στα πλαίσια του επταήμερου αφιερώματος της Ελληνικής Ταινιοθήκης στον Ν.Ν. Είδα πέντε ταινίες αυτές τις μέρες, συμπεριλαμβανομένης και της "Πρωινής Περιπόλου", της οποίας το παλιό dvd ήταν το χειρότερο όλων ποιοτικά και γι'αυτό και κρατιόμασταν με νύχια και με δόντια χωρίς να το έχουμε δει μέχρι να βγει το "καλό". Και θέλω λοιπόν να πω άπειρα πράγματα και την ίδια στιγμή δε θέλω να πω τίποτα-δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό. Είμαι και νεούδι ακόμα και δεν ξέρω και πολλά πράγματα φαίνεται, ίσως δεν πιάνω και όλους τους ανώμαλους συμβολισμούς του μάστορα, γι'αυτό και δεν πρόκειται να πρήξω αρχίδια για τέτοια πράγματα. Ξέρω όμως κάποια άλλα πράγματα-δικά μου πράγματα. Έβγαινα κάθε φορά από τις αίθουσες της Ταινιοθήκης βουβός, τα βήματα μου αργά και προσεκτικά, πάνω σε υγρή άμμο, λες και πρόσεχα μην πατήσω τις παγίδες που δεδομένα είναι ο κόσμος μας γεμάτος. Με τον Puppet δεν αλλάζαμε κουβέντα, εκτός ίσως από εκείνη τη φορά που, ασθμαίνοντας, είπε ότι νιώθαμε "βιασμένοι".

Οι φίλοι μου δεν πολυκαταλάβαιναν γιατί επί τέσσερις μέρες (χωρισμένες από ένα διήμερο ρεπό οπαδικών δραστηριοτήτων βέβαια) τραβιόμουνα στους σινεμάδες, κάποιες φορές για προβολές-διπλοβάρδια με ταινίες στα καπάκια. Γκόμενα ευτυχώς προς το παρόν δεν έχω οπότε δεν είχα και τίποτα άλλες γκρίνιες. Τραβιόμουνα λοιπόν στους σινεμάδες και την ίδια στιγμή, δεν πήγαινα κινηματογράφο. Πήγαινα σπίτι μου. Κάποτε ο Ν.Ν., εκνευρισμένος, είχε πει σε έναν τύπο που τον είχε αποκαλέσει "δάσκαλο της γενιάς του" και κάτι τέτοια ζαβά ότι "εγώ δεν ξέρω τίποτα για τη γενιά σου, εγώ μιλάω για μένα και κάτι φίλους μου". Δεν ξέρω πώς το εννοούσε, ξέρω όμως ότι κάθε φορά που έσβηναν τα φώτα, ακούμπαγα στην πλάτη του καθίσματος και άφηνα ανοιχτά τα πάντα, με τον τρόπο που μόνο οι φίλοι κάνουν μεταξύ τους. Έτσι όπως έκανε κι εκείνος πάνω στο πανί, όπου μας πέταγε στα μούτρα όλες του τις εμμονές, τις ψυχώσεις, τις φαντασιώσεις και τις αναμνήσεις. Έτσι όπως κάναμε κι εμείς από κάτω, ορθάνοιχτοι και διάφανοι, ευτυχείς και τρομαγμένοι σα μικρά παιδιά.

Είδαμε το δικό μας Περού να χάνεται μέσα στις ηλικίες, με το καράβι να μη φεύγει ποτέ. Είδαμε το μέλλον όπως το 'χαμε δει μόνο στους εφιάλτες μας, ζοφερό και απόκοσμο, μπροστά μας σε κινούμενες εικόνες. Είδαμε τη Βέρα και την Έλσα, να μην έρχονται ποτέ τελικά, σαν την αθωότητα που δεν ξαναγύρισε. Είδαμε το θάνατο...και μέσα από αυτόν είδαμε και την πραγματική ζωή. Φτιάξαμε με επιμέλεια έναν παράδεισο, για να βεβαιωθούμε ότι μας ανήκει αυτή εδώ η κόλαση.

Είδαμε κι άλλα πολλά. Ταγεράτες -δήθεν διανοούμενες- μεσόκοπες, πηγμένες στο μπιζού, να αναφωνούν με στόμφο "Εμ, αυτός είναι ο Νικολαΐδης" μετά το τέλος της "Ευρυδίκης", την ίδια στιγμή που εμείς δεν τολμούσαμε ούτε να δακρύσουμε από το φόβο μας. Νιώσαμε μια ολόκληρη αίθουσα να κρατά την αναπνοή της όταν έπεσαν τα credits των "Κουρελιών"-και να μην την αφήνει με τίποτα. Είδα την Ευτυχία Γιακουμή με μάτια πρησμένα και κατακόκκινα από το κλάμα μετά την "Πρωϊνή Περίπολο", τον Τάκη Σπυριδάκη να χαμογελά αφοπλιστικά στο σχόλιο ενός γεροξούρα ότι "όλοι οι ψυχοπαθείς πάνε και γράφουνε σενάρια πλέον", δεν πρέπει να έχουν αλλάξει και τόσα πολλά από το '83, έτσι δεν είναι;

Τελικά, τι είναι;

Είναι μια τσατσάρα ανάμεσα στα δόντια, τη στιγμή που αρχίζεις να φεύγεις και όλα γίνονται πιο εύκολα. Είναι η κάνη μιας καραμπίνας στο στόμα, όταν αποφασίζεις να φύγεις ωραίος και καθαρός χωρίς να σε βρουν έτσι. Είναι το σφύριγμα του Βαλαβανίδη όταν συνειδητοποιεί ότι δεν πρόκειται να πάμε σε αυτούς που μας περιμένουν. Είναι όλοι αυτοί που πέθαναν γελοία και την ίδια στιγμή, το βλέμμα της Michelle Valley και οι γάμπες της Βαλέριας Χριστοδουλίδου. Είναι η Hayworth. Είναι η Lizabeth Scott. Είναι ο τρόπος με τον οποίο η Βίκυ Χάρρις έκοβε, σαδιστικά, τις ατάκες στα δύο, βέβαιη προφανώς για το πόσο κρεμόμασταν από το στόμα της.

Είναι κάτι τελείως δικό του και την ίδια στιγμή τελείως δικό μας. Ο ίδιος πάλι είχε πει για τον εαυτό του ότι "Ο Νικολαΐδης είναι κάποιος που μάλλον δεν πρέπει να παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά". Θα το κάνω κι αυτό δικό μου για λίγο και θα μου επιτραπεί έτσι να τον αποκαλέσω "δάσκαλο"-γιατί με έμαθε τον εαυτό μου, τις μεριές μου εκείνες που δεν τόλμησα ποτέ να πάω. Για όλα αυτά, για να ξεχάσουμε αλλά να μην ξεχαστούμε, και γιατί στο βάθος κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τον εαυτό του.

Αλλά ούτε πρόκειται και να γλυτώσει κανείς-γενικά.

Friday, April 22, 2011

Forevermore

Απόψε πρέπει να πάνε να γαμηθούν όλα.

Κάποτε είχα γράψει σε αυτό το blog ένα αρθράκι για τον Warrel Dane, τον τραγουδιστή των Nevermore, και μετά από κάποιον καιρό ένα άλλο για τη μέρα που πέθανε ο Senna και την εποχή της αθωότητας και δεν ξερω γω τι. Απόψε πρέπει να πάνε να γαμηθούν όλα αυτά, και άλλα τόσα ακόμα.

Υπάρχει ένα κομμάτι του μυαλού μου που είναι 15 χρονών-έτσι πρέπει να είναι. Να κρατάει τα μπόσικα, να διατηρεί την αναγκαία λύσσα για ζωή, να μας διαχωρίζει από τους γέρους και τους προσκυνημένους-έτσι δεν έλεγα κάποτε; Και μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, η πραγματικότητα εισβάλλει σε αυτό το κομμάτι του μυαλού μου και μου το κάνει κόσκινο, ρημάδι και μετά με αφήνει να μαζεύω και σπασμένα. Γιατί είμαι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να παίρνει κάποια πράγματα στα ψέμματα-έτσι πρέπει να είναι. Κάποια τα παίρνω υπερβολικά βαριά, και αυτό πρέπει να το διορθώσω. Κάποια τα παίρνω πολύ στο χαβαλέ και συνήθως μου βγαίνει σε καλό. Κάποια πράγματα είναι πολύ σημαντικά όταν είσαι 15 χρονών-έτσι πρέπει να είναι.

Όταν άκουσες για πρώτη φορά το "Parallels", δε γύριζε απλά ένα CD μέσα σε ένα στερεοφωνικό, αλλά βγήκανε 5 μαλλιάδες και αράζανε στο κρεββάτι σου, εκεί, μαζί σου. Όταν άκουσες για πρώτη φορά το "Screaming for Vengeance", το ίδιο. Κάθε φορά ήταν η πρώτη φορά. Η μουσική μου με έκανε τον άνθρωπο που είμαι, και αυτοί που φτιάξανε τη μουσική μου ευθύνονται, άθελα τους, γι'αυτό. Κάποτε θα συνέβαινε, ίσως. Θα έφευγε ο Downing από τους Priest. Θα τσακωνόντουσαν οι Nevermore. Θα διαλυόντουσαν οι Maiden, θα, θα, θα...

Πώς το εξηγείς αυτό σε έναν δεκαπεντάχρονο; Που στο μυαλό του υπάρχουν ήρωες, άφθαρτοι, αιώνιοι, που πάντα θα είναι εκεί σαν καταφύγιο όταν πρέπει να αποδράσεις, που πάντα θα σου δίνουν χαρά όταν τη χρειάζεσαι, λύπη όταν τη χρειάζεσαι, σκέψη όταν τη χρειάζεσαι; Με καταλαβαίνεις; Κάποια πράγματα είναι ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ μέσα σε ένα μυαλό-ΕΤΣΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ. Ο Φραγκίσκος πρέπει να είναι αιώνια εκεί και να γαμάει τους γαύρους χωρίς σάλιο, ο McRae πρέπει να είναι πάντα εκεί και να βάζει το Impreza με το πλάι, ο Carter πρέπει πάντα να χώνει τον αγκώνα του μέσα στο στεφάνι και ο Ryan πρέπει πάντα να γαμάει όλα τα δεξιά μπακ της Ευρώπης...

Απόψε όμως τίποτα δεν είναι για πάντα. Απόψε γίναμε κωλόγεροι που απλά θυμούνται. Γιατί οι ήρωες μας πεθαίνουν, με ή χωρίς εισαγωγικά κι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι'αυτό. Παίρναμε πάντα όλα τα πράγματα πολύ σοβαρά και κερδίσαμε πολλά από αυτό...Τώρα όμως ήρθε η ώρα να χάσουμε. Να χάσουμε τον ύπνο μας για κάτι που πολλοί άνθρωποι δε θα κουνούσαν βλέφαρο. Όμως, έτσι διαλέξαμε να είμαστε.

O Jeff Loomis και ο Van Williams έφυγαν από τους Nevermore.
Ο KK Downing έφυγε από τους Judas Priest.
Ο Mike Portnoy έφυγε από τους Dream Theater.
Ο Φραγκίσκος σταμάτησε το μπάσκετ.
Ο Ronnie James Dio πέθανε.
Ο Midnight πέθανε.
Ο Quorthon πέθανε-τελικά το αποδεχτήκαμε κι αυτό.
Ο Ayrton Senna, o Colin McRae, o Richard Burns...πέθαναν.

Δεν ήθελα καθόλου να σε θυμηθώ και τώρα, αλλά, άθελα σου, το έχεις πει τέλεια ΚΑΙ αυτό.
"Και μετά, εμείς;"

Friday, April 8, 2011

O.D.I.R.

Ημερολόγιο Αστρικού Ταξιδευτή: 8-4-2031

Δεν μπορώ να θυμηθώ καθόλου τι χρονιά έχουμε, γι'αυτό και βάζω τυχαίες πια στο ημερολόγιο. Βασίζομαι στο γεγονός ότι έχει περάσει πολύς καιρός και απλά προσθέτω μπόλικα νούμερα. Γιατί παραμένω να πλέω, άνευ βαρύτητας, στο κενό.

Τι χρώμα έχει το κενό; Άσπρο ή μαύρο;

Θυμάμαι περασμένες εποχές, σαν άναρθρες φωνές που ακούγονται από τον κάτω όροφο και γίνονται παραμορφωμένη ηχώ στους τοίχους της σκάλας. Θυμάμαι περισυλλογές και περίπλοκες αναζητήσεις που με έφεραν εδώ, στο περισπούδαστο τίποτα. Αν ολόκληρη η πραγματικότητα είναι απλά αντίληψη, πώς ελπίζεις ότι θα βρεις την αλήθεια, δηλαδή κάτι που δεν υπάρχει; Πόσο μεγάλη ανακούφιση θα ήταν, στ'αλήθεια, αν ήμασταν ηλίθιοι.

Ψάχνεις στα βιβλία, ψάχνεις στους δίσκους, ψάχνεις στα σελιλόιντ και δε βρίσκεις τίποτα και πουθενά. Όλα απόψεις, όλα θεωρίες, γνώμες, οπτικές και παραοπτικές, μόρφωση, παραμόρφωση, αρχίδια ραγού. Μέχρι και τα αστέρια σταματήσανε να φέγγουνε εδώ πάνω. Και το φεγγάρι, ο Robbins χτυπιέται ότι είναι η μόνη πραγματική αντανάκλαση των πάντων-ποιων πάντων βρε μαλάκα; Αφού δεν υπάρχει τίποτα, τι σου λέω τόση ώρα;

Και μια καρδιά που χτυπάει με το λάθος τρόπο σίγουρα δεν μπορεί να βρει σωστούς ρυθμούς να παίξει. Ένας κουλός drummer δεν μπορεί να παίξει το "2112", όσο και να χτυπιέσαι φιλαράκο. Κοιτώντας εκείνο το βράδυ στον ουρανό, αναρωτήθηκα γιατί, ψάχνοντας απαντήσεις, φαίνεται ότι δε ρώταγα σωστά. Αλλά καμία ερώτηση δε μοιάζει αρκετά σημαντική πια, αρκετά σημαντική ώστε να αξίζει να την κάνεις. Προσπαθώντας να έρθουμε σε αρμονία με τη δυσαρμονία μας, έτσι δεν είπε ο δάσκαλος; Ωραίος κι αυτός, σηκώθηκε και την έκανε και στον πούτσο του, και οι αρμονίες, και οι δυσαρμονίες και ο Μοντεζούμα και η νήσος Παϊτα και ο Βιθέντε. Γλύτωσε, αλί σ'εμάς που μείναμε πίσω.

Μήπως μόνο ο θάνατος είναι αλήθεια;

Άνευ οπτικών που μπλέκονται, απόψεων, πολιτικών, τακτικών και συνειδήσεων. Ό,τι πεθαίνει, πεθαίνει. Όπως και να το δεις. Για να γεννηθεί κάτι άλλο-ωραία πίπα, κάντε έρωτα όχι πόλεμο και τέτοιοι λούμπεν οπτιμισμοί; Ή για να γλυτώσεις επιτέλους, να ησυχάσεις-τότε και μόνο τότε; Ωπ, για δες, βλέπω κάτι πλανήτες εκεί κάτω. Η γαία είναι αυτή; Κάνω το δάχτυλο μου πιστόλι και την κάνω σουρωτήρι την πουτάνα, μαζί με όλα τα καριόλια που ζουν πάνω της. Πετάχτε κι εσείς στο κενό τώρα, ρε πούστηδες.

Τώρα με λένε Ελένη και θα βρέξει ακτινοβολία μέσα στις ζώνες Van Allen.
Γαμώτο, έχει δίκιο ο Puppet, χρειάζομαι ψυχιατρική βοήθεια.
Πού είσαι ρε μαλάκα, ραντεβού στο φεγγάρι...

...άραγε θα υπάρχει ακόμα τώρα που κατέστρεψα τη γη;

Monday, March 28, 2011

Marvels of Absence

In dreams to become
Through the iron sights of life
Carbonize all warmth
For reality is upheaval

Sever sensation
Mute elation
Transmittance of disdain
Motionless detestation

In dreams to become
Nihilistic marvels of absence
To empty all self of
Life’s strange commotion

Rabid perplexity
Relinquished from living
Subjugating virtues
Unleashed upon purity

In dreams to become
Magnificent abhorrence
Negation absolute complete
Through unending hate

Hereafter silence
Movement of the serpent
Abandonment and resent
Cleansed of emotion

Friday, February 18, 2011

Ο Πόνος είναι Αδυναμία που Αφήνει το Σώμα

Τη μέρα που τα πάντα δε σήμαιναν τίποτα
Και όλο το σκοτάδι του κόσμου χύθηκε πάνω μου
Φέρε μου το μίσος σε όλη του τη δόξα
Και άστο να κάνει ό,τι είναι να κάνει μαζί μου

Τίποτα δεν κρατά πραγματικά για πάντα
Εκτός από την ανάμνηση της προδοσίας
Τον πόνο των ξηλωμένων συναισθημάτων
Το μοναχικό μούδιασμα της απόρριψης

Γι'αυτό καλωσόρισε τον πόνο
Θρέψου από αυτόν
Η άκαρδη χημεία, ο παράδεισος ενός ανθρώπου είναι η κόλαση ενός άλλου

Μη δώσεις την εμπιστοσύνη σου σε κανέναν
Ή αλλιώς δες την να καίγεται σα φλόγα
Καθώς η αγάπη και το αίμα μουσκεύουν το χιόνι
Παλεύεις ποιον να κατηγορήσεις

Η ζωή μου χτυπημένη, μερικές λέξεις, παρηγοριά από τη θλίψη
Ψιθυρίζοντας για τα λάθη μου

Ο πόνος είναι αδυναμία που αφήνει το σώμα
Πρέπει να πάρουμε το πιο πικρό σαν το καλύτερο
Ακόμα κι αν πνιγούμε ενώ καταπίνουμε
Τα πιο πολύτιμα μαθήματα είναι πάντα τα πιο δύσκολα
Και καθώς ο πόνος κυλάει, καινούρια δύναμη πρέπει να ακολουθήσει

Μετάφραση στίχων από το "Pain is Weakness Leaving the Body" των Stampin' Ground.

Friday, February 4, 2011

Μόνο για απόψε

Βρέχει όλη μέρα και εσύ πήγες και έπεσες στη φωλιά του θηρίου, μέσα στην ερμού με μια ροζ ομπρέλα στο ένα χέρι και μία άγνωστη γνωστή στο άλλο, σαν μη έφτανε οτί μισείς το ροζ, περπατάς μ' αυτή μέσα στον καταναλωτικό σου εφιάλτη.


Κόκκινο παλτό και αναρχική ποιήτρια στην τσάντα, ένα κάποιο τουπέ η κυρία.

Το στενάκι που βρήκαμε μας προστάτευσε λίγο από το κρύο. Ιδανικό.

Κάθισε πάνω μου, ο ουρανός για κάποιο λόγο ήταν μοβ, μετά το ροζ η ειρωνεία δεν σταματά....

Ένα κατάστημα με ακριβά ρούχα από πάνω κάτι σαν νεοκλασικό και δίπλα μια κακοσχεδιασμένη πολυκατοικία μέσα στη μαυρίλα που θύμιζε κάτι από καλιθέα.

“Μόνο για απόψε” κατάφερε να ψελλίσει.

Όταν περιμένεις κάτι μπορείς να το παίξεις άνετος πολύ εύκολα. Και έτσι και έκανα, δεν είχα κάτι άλλο να πουλήσω εκτός από άνεση και ο πούστης ο σκηνοθέτης είχε γράψει κ άλλη σκηνή τι να έκανα?


Πήγαμε και σκαρφαλώσαμε σε κάτι βράχια,

-ξέρεις κάτι με πετυχαίνεις σε πολύ δύσκολη φάση

-δε σου ζήτησα εξηγήσεις νομίζω

-ήθελα να σου δείξω την αθήνα από ψηλά

-εγώ θέλω να την δω από κάτω και από μέσα (μαζί σου ήθελα να πω αλλά το κατάπια και έριξα τελεία).


Ξημερώνει, καφές σε πλαστικό,καληνύχτα,ταξί.


Πες μου ένα ψέμα,

ν' αποκοιμηθώ.

Μοναχά για σένα,

κάνω το χαζό.

Wednesday, January 26, 2011

8.305

Ημερολόγιο Αστρικού Ταξιδευτή: 8.305 μέρες

Πεταλούδες από αίμα.
Σαν το Τζιμάκο στο Παρίσι θα μας βρουνε ρε μαλάκα.
Τι θα κάνουμε όταν σβήσουν τα φώτα; Αν δεν έχουμε Εκείνη να μας οδηγήσει στη Zion;

Ησυχία. Πλήρης. Πετάμε στο ύστατο παγωμένο κενό, τρέμοντας ασταμάτητα στην ιδέα, στις ιδέες, στην υποψία, στη βεβαιότητα. Η σελήνη, πίσω μας, πριν κάποια έτη φωτός. Έμοιασε με καταφύγιο για λίγο μα...ετερόφωτοι κόσμοι, τι να τους κάνεις; Πώς να σου φανούν αρκετοί όταν μια ζωή διψας για την καρδιά του ήλιου;

Εσύ είσαι η Οδός και το Φως, που μόνο θα διαβάσουν γι'αυτά.

Έχουμε χαθεί και μάλλον είναι καλύτερα έτσι-αν δε σε νοιάζει πού πας, δεν μπορείς να χαθείς ποτέ πραγματικά, νομίζω. Μετρώντας τις μέρες, μία μία, χαρακιές πάνω στο δέρμα μας και κάθε τέσσερα σημάδια, ένα σβήσιμο, δεν υπάρχουν τοίχοι στο διάστημα, ούτε να μας κλείσουν μέσα, ούτε να μας κλείσουν έξω. Τεντώνοντας τα χέρια να αγγίζουμε τα αστέρια, να κάψουν τα δάχτυλα μας, ξανά, και ξανά, και ξανά. Αν δε σε νοιάζει πού πας...προσπαθούμε να φτάσουμε κάπου αρκετά επικίνδυνα ώστε να μπορέσουμε να το πούμε σπίτι, δεν έχει σημασία που θα είναι. 504 πάνω ή 504 κάτω ή κάποια έτη φωτός νότια από την Ανδρομέδα, πού είναι τί, νότια, βόρεια, δυτικά, ανατολικά, μόνο φίλοι σε αυτήν την τροχιά. Μόνο φίλοι και όλες οι Βέρες, τις περάσαμε και στα δάχτυλα μας ενίοτε, λες και δεν ήταν αρκετά αιώνια τα δεσμά από μόνα τους.

Στην καρδιά του ήλιου μέσα, να ξέρεις, όλα τα τραγούδια είναι εννιάλεπτα και οι στίχοι δεν έχουν κανένα νόημα, το bourbon τρέχει στα ποτάμια και οι γυναίκες φοράνε σκουλαρίκια με εξώφυλλα δίσκων. Στην καρδιά του ήλιου, οι μέρες δε μετράνε, δε χαρακώνουν στο δέρμα και οι νύχτες δεν ξημερώνουν ποτέ, μα σε κοιτάζουν και σε αγγίζουν στο πρόσωπο, μισοκοιμισμένες δίπλα σου, κάτω από κόκκινα φώτα. Στην καρδιά του ήλιου δεν υπάρχει κανείς που να ψάχνει μάταια, γιατί είμαστε όλοι εκεί. Απαγγέλοντας κάθε θάνατο, δακρύζοντας σε κάθε φιλί, τρέμοντας σε κάθε βλέμμα.

-Γιατί δε μένεις εδώ;
-Γιατί δε μένω εδώ;
-Τελικά, μιλάς.
-Με τα χέρια ενίοτε.

8.305 μέρες στη Φωτιά, είναι αρκετές; Μπορούμε να πάμε σπίτι τώρα;

Unplug the drug 2




-Το παπάκι, το έγραψε για την κόρη του.
-Ο Άσημος όμως ήταν μισογύνης
-Κάτι ήξερε, εγώ τώρα θα κοιμόμουν ήσυχα και ωραία
-Και ποιος σε εμποδίζει?
-Εσύ.

Ημερολόγιο αστρικού ταξιδευτή: 26-09-2012

Η περιήγηση στη σελήνη συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς. Αυτή η γυναικεία αύρα υπάρχει παντού.
Τα ηχεία δονούνε όλο μου το σώμα, το μπάσο με έχει κάνει να ανακαλύψω καινούργιους μύες στο κορμί μου.
Τα χρώματα, οι εικόνες χορεύουν μαζί με τα πιο όμορφα κορμιά, μαζί και το δικό σου.

Βλέπω από το τηλεσκόπιο μου γιγάντια συρματοπλέγματα και φράχτες στην χώρα του ούτε καν το ελλαδιστάν.
Τα καταφέρανε και μείνανε μόνοι τους οι έλληνες, τώρα οι μπάτσοι δεν έχουν μετανάστες να δείρουνε,
δεν έχουν μετανάστες να σπρώξουν τα ναρκωτικά και τα πίνουν όλα αυτοί.
Οι δημοσιογράφοι δεν έχουν ποιον να κeατηγορήσουν για τις ληστείες και τους βιασμούς και τα ρίχνουν στους μπάτσους
που έχουνε γίνει τζάνκια.
Οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί δεν έχουνε να πάρουνε ναρκωτικά γιατί τα ήπιανε όλα οι μπάτσοι.

Ελπίζω να μην έρθουνε εδώ στην σελήνη, εδώ θέλω μόνο φίλους μου ακούς fixit τους φίλους μου και τις γυναίκες που ήθελα και δε με ήθελαν.




Τέλος μετάδοσης και ίσως παράνοιας....

Friday, January 14, 2011

'Ενταση

Να ζεις, να τινάζεσαι σε κάθε αναπνοή και σε κάθε σκέψη. Να ανατριχιάζεις, να ερωτεύεσαι τον αέρα και τα πεζοδρόμια, να καις ολόκληρος, τ'ακούς; Σαν από μηχανής θεός να έρχονται τα όνειρα, να σε τραβάνε πάνω και μετά κάτω και μετά πάλι πάνω, δε θα υπάρξει ποτέ αύριο, καταστρέψου, φτιάξου, γίνε και χάσου μακριά πάνω από τα σύνορα, ζήσε. Ένταση, το αίμα βαράει το μέσα από τις φλέβες μου, νιώθω ζωντανός, νιώθω τη θέληση, την ελπίδα, πως δε χαθήκαμε, δεν πουληθήκαμε, γαβγίζουμε και δαγκώνουμε, ακόμα, θανατερά, λυσσαλέα, επικίνδυνα. Πως δεν μας κράτησε στο χώμα η συνήθεια, η σαπίλα της ρουτίνας-γιατί έγινες ρουτίνα, αν δεν το κατάλαβες. Σήψη έγινες και δεν ανήκω πια εδώ.

Ανήκω στην ένταση, είμαι γιος της κι είναι μάνα μου, στην τρέλα, στον κίνδυνο, στο άγνωστο, στο αόρατο και στο ανήκουστο, καταλαβαίνεις; Να προκαλείς, να γελάς, έχοντας ψηλά το κεφάλι, δυνάμωσε το μπάσο, νιώσε το σώμα σου πάλι, πάμε, πάμε, πάμε γαμώ τη ζωή μου, πάμε, φτιάξου, πορώσου, είναι η ώρα μας, when the going gets tough, the tough get going, πάμε, βάλε μας μέσα, game face on, πόλεμος, έτοιμοι, πάνοπλοι, αστακοί, όλα δικά μας και ζούμε για να κερδίζουμε, ακόμα κι αν μας γεννήσανε να χάσουμε.

Έβδομο παιχνίδι.
Δώσε μου τη μπάλα.
Ειδικέυομαι σε αυτό που δεν γίνεται.
Δώσε μου μπάλα, είπα.

Τι πας να κάνεις ρε Fixit γαμώ το κεφάλι σου πάλι;
Πάω να γράψω ιστορία.
Τη δικιά μου ιστορία.

Tuesday, January 11, 2011

water

Λένε πως η καρδία όπως και το νερό κυλάνε σε μέρη υπόγεια και σκοτεινά, εσύ δεν είσαι πουθενά να με τραβήξεις στο φως, ούτε καν καταδέχεσαι να μοιραστούμε το σκοτάδι.