Τα σορτσάκια γύρω από τις γυναικείες γάμπες μου θύμισαν πως έχουμε καλοκαίρι. Είναι μία αρχέγονη συνωμοσία, οι ρίζες της θα πρέπει να κρατάνε από τότε που οι ίνκας λάτρευαν το θεό ήλιο και κάνανε μινιμαλιστικά γκραφίτια σε κάτι κοτρόνια. Ο θεός ήλιος λοιπόν τα έμπλεξε με τη θεά της γονιμότητας και κάθε καλοκαίρι θέλω να τις πάρω όλες. Όλα αυτά περί θεοτήτων με έκαναν να θυμηθώ ένα παλιό μου πείραμα. Παίρνω ένα ποτήρι φραπέ και το θεοποιώ. Του ζητάω λοιπόν να βγάλω λεφτά χωρίς να δουλέψω. Αν πιάσω στο στοίχημα την Γ' Σουηδίας και βγάλω 100 ευρώ αρχίζω και προσκυνάω το ποτήρι με τον καφέ. Αν πάλι δε βγάλω τίποτα καταλήγω στο συμπέρασμα πως ο εν λόγω καφές δοκιμάζει την πίστη μου, άρα όπως και να το πάρεις υπάρχει θεός, ζήτω ο φραπές. (αυτή η παρατήρηση πηγαίνει στους άθεους-χίπηδες-αναρχοαυτόνομους που διαβάζουν αυτό το blog για να μη μας το παίζουν κουλτουριάρηδες εγώ δεν πιστεύω και τέτοια)
Καλοκαίρι στο χωριό, όμορφο γραφικό κρεμασμένο σε μία πλαγιά χτισμένο αμφιθεατρικά έτσι ώστε σε όποιο σημείο και αν βρίσκεσαι να μπορείς να βλέπεις το νεκροταφείο στον απέναντι λόφο. Δεν έφτανε όμως μόνο αυτό έχουμε και την άλλη πανελλήνια πρωτοτυπία ως το μοναδικό ορεινό χωριό με γαλάζιο τρούλο εκκλησίας διότι δε φτάνει να είσαι εθνικόφρων πρέπει και να το δείχνεις.
Με πήρε ο ύπνος στο λιωμένο από τη ζέστη κρεβάτι, έχω αφήσει το ξύλινο παντζούρι μισάνοιχτο μπας και φυσήξει λιγάκι, με έχουν ξεσκίσει τα κουνούπια λες και έχουν προσωπικά μαζί μου αλλά ψιλό στα αρχίδια μου, είναι το λιγότερο που έχω να φοβάμαι από αυτό το παράθυρο. Πατάω πάνω σε ένα τεράστιο σφουγγάρι το οποίο φοβάμαι πως με την παραμικρή μου κίνηση θα παραμορφωθεί και θα με συνθλίψει, είχε αρχίσει να μπαίνει μέσα μου σιγά σιγά και πρώτα στον εγκέφαλο μου, τότε είδα τα φίδια να προσπαθούν να μπουν από τις χωρίς λόγω χαραμάδες του παντζουριού καθώς και κάτι μαύρο ιπτάμενο με ακαθόριστο σχήμα βούτηξε στο κενό που είχα επίτηδες αφήσει, ξύπνησα απότομα χωρίς να το καταλάβω σαν ένα παλιό ένστικτο αυτοσυντήρησης είχα βρεθεί μακρυά από το παράθυρο. Ενώ ένοιωθα σα να μου είχαν βάλει μια πρόκα στο στέρνο μου και η καρδιά μου από το χτύπημα ήθελε να βγει μέσα από τα κόκαλά μου.
Κι ύστερα ξανακοιμήθηκα, κι ύστερα το χειρότερο από όλα, σε άκουσα να λες υπόκωφα σχεδόν ψιθυριστά το όνομα μου ίσως γιατί μου χρωστάς ακόμα πολλές καλημέρες που τις φώναζες με νόημα όταν τελειώναμε μαζί.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι με το κεφάλι πιο βαρύ από το σώμα, στο λαιμό το συνηθισμένο πριονίδι που μου έχει κολλήσει εδώ και χρόνια, ούτε και θυμάμαι πως ήτανε πιο πριν χωρίς αυτό το πράμα σφηνωμένο στο βάθος του λάρυγγα. Βρέθηκα στο αμάξι, έβγαλα το χέρι μου έξω στο παχύ στρώμα αέρα(χα 'παχύ στρώμα αέρα' πάντα ήθελα να το γράψω αυτό) και άφησα τα δάχτυλα μου να παρασυρθούν στη γνωστή μου τυχαία μελωδία σα να χάιδευα τα πλήκτρα ενός αόρατου πιάνου. Μέσα μου κυλούσε το ίδιο συναίσθημα, ή ερχόμουν σε σένα ή έφευγα από σένα, δε ξέρω πια δε το ξεχωρίζω.