Friday, August 28, 2009

Εφιάλτης θερινής νυκτός



Τα σορτσάκια γύρω από τις γυναικείες γάμπες μου θύμισαν πως έχουμε καλοκαίρι. Είναι μία αρχέγονη συνωμοσία, οι ρίζες της θα πρέπει να κρατάνε από τότε που οι ίνκας λάτρευαν το θεό ήλιο και κάνανε μινιμαλιστικά γκραφίτια σε κάτι κοτρόνια. Ο θεός ήλιος λοιπόν τα έμπλεξε με τη θεά της γονιμότητας και κάθε καλοκαίρι θέλω να τις πάρω όλες. Όλα αυτά περί θεοτήτων με έκαναν να θυμηθώ ένα παλιό μου πείραμα. Παίρνω ένα ποτήρι φραπέ και το θεοποιώ. Του ζητάω λοιπόν να βγάλω λεφτά χωρίς να δουλέψω. Αν πιάσω στο στοίχημα την Γ' Σουηδίας και βγάλω 100 ευρώ αρχίζω και προσκυνάω το ποτήρι με τον καφέ. Αν πάλι δε βγάλω τίποτα καταλήγω στο συμπέρασμα πως ο εν λόγω καφές δοκιμάζει την πίστη μου, άρα όπως και να το πάρεις υπάρχει θεός, ζήτω ο φραπές. (αυτή η παρατήρηση πηγαίνει στους άθεους-χίπηδες-αναρχοαυτόνομους που διαβάζουν αυτό το blog για να μη μας το παίζουν κουλτουριάρηδες εγώ δεν πιστεύω και τέτοια)

Καλοκαίρι στο χωριό, όμορφο γραφικό κρεμασμένο σε μία πλαγιά χτισμένο αμφιθεατρικά έτσι ώστε σε όποιο σημείο και αν βρίσκεσαι να μπορείς να βλέπεις το νεκροταφείο στον απέναντι λόφο. Δεν έφτανε όμως μόνο αυτό έχουμε και την άλλη πανελλήνια πρωτοτυπία ως το μοναδικό ορεινό χωριό με γαλάζιο τρούλο εκκλησίας διότι δε φτάνει να είσαι εθνικόφρων πρέπει και να το δείχνεις.

Με πήρε ο ύπνος στο λιωμένο από τη ζέστη κρεβάτι, έχω αφήσει το ξύλινο παντζούρι μισάνοιχτο μπας και φυσήξει λιγάκι, με έχουν ξεσκίσει τα κουνούπια λες και έχουν προσωπικά μαζί μου αλλά ψιλό στα αρχίδια μου, είναι το λιγότερο που έχω να φοβάμαι από αυτό το παράθυρο. Πατάω πάνω σε ένα τεράστιο σφουγγάρι το οποίο φοβάμαι πως με την παραμικρή μου κίνηση θα παραμορφωθεί και θα με συνθλίψει, είχε αρχίσει να μπαίνει μέσα μου σιγά σιγά και πρώτα στον εγκέφαλο μου, τότε είδα τα φίδια να προσπαθούν να μπουν από τις χωρίς λόγω χαραμάδες του παντζουριού καθώς και κάτι μαύρο ιπτάμενο με ακαθόριστο σχήμα βούτηξε στο κενό που είχα επίτηδες αφήσει, ξύπνησα απότομα χωρίς να το καταλάβω σαν ένα παλιό ένστικτο αυτοσυντήρησης είχα βρεθεί μακρυά από το παράθυρο. Ενώ ένοιωθα σα να μου είχαν βάλει μια πρόκα στο στέρνο μου και η καρδιά μου από το χτύπημα ήθελε να βγει μέσα από τα κόκαλά μου.

Κι ύστερα ξανακοιμήθηκα, κι ύστερα το χειρότερο από όλα, σε άκουσα να λες υπόκωφα σχεδόν ψιθυριστά το όνομα μου ίσως γιατί μου χρωστάς ακόμα πολλές καλημέρες που τις φώναζες με νόημα όταν τελειώναμε μαζί.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι με το κεφάλι πιο βαρύ από το σώμα, στο λαιμό το συνηθισμένο πριονίδι που μου έχει κολλήσει εδώ και χρόνια, ούτε και θυμάμαι πως ήτανε πιο πριν χωρίς αυτό το πράμα σφηνωμένο στο βάθος του λάρυγγα. Βρέθηκα στο αμάξι, έβγαλα το χέρι μου έξω στο παχύ στρώμα αέρα(χα 'παχύ στρώμα αέρα' πάντα ήθελα να το γράψω αυτό) και άφησα τα δάχτυλα μου να παρασυρθούν στη γνωστή μου τυχαία μελωδία σα να χάιδευα τα πλήκτρα ενός αόρατου πιάνου. Μέσα μου κυλούσε το ίδιο συναίσθημα, ή ερχόμουν σε σένα ή έφευγα από σένα, δε ξέρω πια δε το ξεχωρίζω.

Monday, August 17, 2009

Temple Of Sentient Sadness



Staring through closed eyes to clandestine lands
A fantasy too cold to touch with bare hands
Is it blood that I'm weeping?
Hurting secrets I've been keeping
I'm kneeling within, to a prayer of sin
Repent and forsake that I'm breathing

The sky is a holy cemetery stone

And it stands as a reason to madness
And a world crawls beneath so bemoaned
Like a temple of sentient sadness


I've been searching for a cause

And ended up with ashes grown cold
Wandered through stranger cities
Where nothing ever satisfied my soul

-And maybe all the world's a stage, but there are too many grand finales and no worthy script for us to act. Just like too many exits, but no corridors to run. Just like a temple, a circular room with nowhere to go to.-