Κάτι γυαλίζει, είναι και κάπως θολό, μοιάζει με κέρμα στον πάτο μιας τουαλέτας. Μακρυά στριφογυριστή σιδερένια σκάλα με ξύλινα σκαλοπάτια. Την κατεβήκαμε αμέσως, ίσως να φταίει ότι θέλαμε να ξεράσουμε, στο ανέβασμα παγώσαμε, κοιταζόμασταν πολύ ώρα. Δε σταμάτησε ο χρόνος όχι δε θα μας το έκανε ποτέ το χατήρι, μάλλον σταματήσαμε εμείς.
Μέσα στα μακρυά χοντρά του δάχτυλα στρίμωξε το άσπρο τσιγάρο. Η κίνηση να τινάξει με τον αντίχειρα το τσιγάρο για να πέσει η στάχτη μάλλον ήταν αδύνατη για αυτόν, έτσι κουνούσε άτσαλα ολόκληρο το χέρι. Δε μίλαγε πολύ και γιατί να το κάνει άλλωστε, ήταν με το χειρότερο τυχαίο άνθρωπο κοντά του, εμένα. Το έπαιζα φωνή της συνείδησης , με ειρωνικό τρόπο έκρυβα τα κομμένα μας πόδια.
-Όλα άρχισαν όταν αυτός ο κρετίνος ο χατζηγιάννης τραγούδησε το χέρια ψηλά.
Μεγαλώσαμε στο μετέωρο βήμα της γειτονιάς πάνω στο λεπτό σημείο στο οποίο η γειτονιά από δοχείο παιδικού ιδρώτα έγινε δοχείο παιδικού σπέρματος.
-Τα γαμήσανε όλα σου λέω, μας φυτέψανε πλέον εκεί που δε μας σπέρνουν. Τα μυαλά στα κιγκλιδώματα του ορατού εχθρού, ναι ρε συ εγώ μπορώ και τον βλέπω, τον γλύφω καθημερινά έτσι με μάθανε.
-Ρε νούφαρο δεν πρέπει να είμαστε αυτό που μας μάθανε.
-Και τι να είμαστε ρε νούφαρο;
-Αυτό που δε θέλανε να μας μάθουνε.
-Είδες όταν μιλάς που και που λες και κανά χαριτωμένο.
-Να σου πω κι άλλο ένα;
-Με τρόπο έτσι...
-Πάμε να ξεράσουμε.
“Την κατεβήκαμε αμέσως, ίσως να φταίει ότι θέλαμε να ξεράσουμε”
-Λοιπόν θα ρίξουμε το τελευταίο κέρμα στην τσέπη μου, κορώνα μπαίνουμε σε ένα βανάκι και την κάνουμε για όπου γουστάρεις, γράμματα μένουμε βιδωμένοι εδώ.
“Κάτι γυαλίζει, είναι και κάπως θολό, μοιάζει με κέρμα στον πάτο μιας τουαλέτας.”
Saturday, June 27, 2009
Tuesday, June 23, 2009
Το Καταφύγιο των Καταραμένων
Υπάρχει λοιπόν αυτό το σπίτι, λίγο έξω από την Αθήνα, προς τα παραλιακά. Κι αυτό το σπίτι έχει κάτι το μαγικό, οταν κλειδώσει δεν μπαίνει κανείς μέσα αν δε θέλεις εσύ να μπει. Αυτό το σπίτι είναι το safehouse όλων μας, και των πέντε (ή έξι) μας. Με έναν τρόπο που κανείς ποτέ δεν κατάλαβε, καταλήξαμε να έχουμε ανάγκη την "απομόνωση" σε αυτό το μέρος. Δε θα πάει ποτέ κάποιος μόνος του, ένας έχει τα κλειδιά, η συνύπαρξη όλων όμως εκεί μέσα είναι σαν τον Ιορδάνη ποταμό για μας. Μας λυτρώνει.
Θα μπορούσα να σου πω άπειρα για το σπίτι αυτό καθεαυτό, είναι όντως πολύ όμορφο, με τη θάλασσα και το φεγγάρι πιάτο και με μια υπέροχη πίσω αυλή. Το καταφύγιο όμως δε θα ήταν ποτέ καταφύγιο χωρίς τους πορσωρινούς κάθε φορά ενοίκους του, εμάς. Κάθε βράδυ εκεί μέσα, κοιμόμασταν με φαντάσματα, ο καθένας τα φαντάσματα του, κι ο ένας κυνηγούσε και έδιωχνε τα φαντάσματα του άλλου. Κοιμόμασταν μαζί στα ίδια δωμάτια για να ακυρώνουμε ο ένας τη θλίψη του άλλου-δεν ξέρω πως γίνεται αυτό κι όμως καταφεύγουμε στο σπίτι πάντα μπλεγμένοι σε διάφορα σκατά. Κι εκεί, καθαριζόμαστε. Για λίγο.
Το πρωΐ, ο μέγας δάσκαλος Βασίλης μας μάθαινε να φτιάχνουμε ναργιλέ, τον άναβε και δεν τον σβήναμε μέχρι που να πέσουμε για ύπνο αργά τη νύχτα, με διάλειμμα φυσικά για μεσημεριανή βουτιά. Το γέλιο και το μπουγέλο στην ημερήσια διάταξη, με highlight τη λεγόμενη "μούτα", δηλαδή το να συνεννοηθούν οι πολλοί να κάνουν μια μαλακία στον έναν, να τον τρομάξουν όταν κοιμάται, να του ρίξουν βρεμμένα χαρτιά στην πλάτη κλπ. Τη βλέπαμε κανονικό κοινόβιο μείον τον ελεύθερο έρωτα, μια και το να γίνουμε αδερφές στα γεράματα μάλλον δεν πολυπαίζει. Ψωνίζαμε, μαγειρεύαμε, κάποιοι πλένανε τα πιάτα μετά και όλοι μπαίναμε σε μια διάσταση διαφορετική από τις ζωές μας. Ναι, φαντάζομαι ότι θα μπορούσες απλά να το πεις "διακοπές", όμως δεν είχαμε καμία διάθεση ξεσαλώματος ανάλογη με άλλων ανθρώπων της φάσης μας που πάνε διακοπές. Πιο πολύ σαν γέροι με παλιμπαιδισμό κάναμε-και το γουστάραμε όσο τίποτα.
Κατά το βραδάκι, εφοδιασμένοι καταλλήλως με διάφορα ξύδια (τι διάφορα ρε ηλίθιε, μπύρες εννοείς), την πέφταμε στο πίσω μπαλκόνι και δε μας κουνούσαν ούτε τα κομάντα. Ο ναργιλές έφερνε βόλτες αδιάκοπα και ξαναγέμιζε με βάρδιες, το φεγγάρι κατέβαινε στην κουπαστή του μπαλκονιού και άραζε μαζί μας. Η θάλασσα κάπου πιο πέρα, άκουγε κι εκείνη στωικά. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα σαν να κάνω εμετό ό,τι κρατούσα μέσα μου τόσο καιρό, πονούσα και ξαλάφρωνα ταυτόχρονα. Εκείνες τις στιγμές λέγαμε τα πάντα, ξεμέναμε από την οποιαδήποτε ντροπή και τα ρίχναμε όλα στο τραπέζι. Για τις γυναίκες, για τις σχολές, για τις μανάδες και τους πατεράδες, για τον καριόλη το θεό που συνεχίζει και μας φτύνει στα μούτρα. Ήμασταν ζωντανοί, ανοιχτοί σαν σε εγχείρηση καρδιάς μα ζωντανοί και κάθε άλλο παρά ναρκωμένοι. Κάπου σε εκείνο το μπαλκόνι, είναι το λιμάνι μας, κάπου να δέσεις μέχρι να σταματήσει να σε δέρνει ο αέρας, μέχρι να νιώσεις έτοιμος να ξαναμπαρκάρεις.
Κι αυτό πήγαινε μέχρι πολύ αργά, κάποιες φορές συνοδευόταν από μουσική από εκείνο το αιώνιο ghettoblaster στέρεο έξω από την κουζίνα, κάποιες φορές από κάποιο παγωτό (προσωπική αδυναμία) που έφερνε γύρες. Η καλοκαιρινή νύχτα, ζεστή και ήσυχη, έστεκε λίγα μέτρα πιο πέρα, κρύβοντας μας από τον ήλιο, όσο να προλάβουμε να την κοπανήσουμε για κάπου μακριά-το πού δεν είχε ποτέ σημασία. Θέλαμε μόνο να τρομάξουμε τα φαντάσματα με τα γέλια και τις γαϊδουροφωνάρες μας, όσο περισσότερο μπορούσαμε, για τώρα, για λίγο, για όσο. Ξέραμε πως όταν κλείσουμε τα βλέφαρα μας πεταμένοι πάνω στα κρεββάτια, εκείνα θα επέστρεφαν. Έρχονται κάθε νύχτα που κοιμόμαστε μα εκείνες τις μέρες, σ'εκείνο το καταφύγιο, δεν ήμασταν ο καθένας μόνος και δε μας κέρδιζαν.
Εκείνες τις μέρες, σ'εκείνο το σπίτι, καταλάβαμε μια για πάντα ότι δε θα ήμασταν πότε πιά ο καθένας μόνος του.
Wednesday, June 10, 2009
Everything Louder Than Everyone Else
Πήγαιναν κάτι μέρες τώρα μετά τη Συναυλία (με κεφαλαίο κατά το πρέπον) που όλο ήθελα να γράψω κάτι κι όλο το άφηνα στη μέση, μια δεν είχα χρόνο, μια είχα τα ρούχα μου, την παράλλη προτιμούσα τη βουτιά (κι εσύ αν έχεις τη δυνατότητα, τράβα βούτα, τι λιώνεις στο κωλο-blog), και όλο περάστε την πρώτη του μηνός. Σήμερα ήρθαν οι κύκλοι έτσι και μου 'ρθε και σφήνωσε, κατέβασα από το ράφι εκείνο το keep case (DVD ντε) με το -φαινομενικά- αλλοπρόσαλο εξώφυλλο και το πέταξα στο PC. Διάβασα για εκατομμυριοστή φορά: Motorhead, "25 & Alive: Boneshaker".
Η εισαγωγή, λιτή κι αμίμητη. "Good evening. In case you are at the wrong show, by mistake, we are Motorhead. And we're gonna clean your clock." Στα καπάκια, ξεχύνεται από τα ηχεία ο βόρβορος του "We Are Motorhead" και όλα, σαν παζλ, ξανάρχονται στη μνήμη, ένα ένα. Η μέρα που αγόρασα για πρώτη φορά το "No Sleep 'Til Hammersmith", και μετά από μήνες, το εν λόγω dvd. Η μέρα που πρωτοάκουσα το "Killed By Death". Και μια, τυχαία εντελώς και άνευ σημαντικού γεγονότος μέρα, που συνειδητοποίησα πως ακριβώς επιδρά σε έναν άνθρωπο το rock'n'roll των Lemmy & Co. Βλέπεις, υπάρχουν μερικά πράγματα στο χώρο της μουσικής που επιδρούν πάνω στους ανθρώπους σε σωματικό επίπεδο-και δε σου κάνω πλάκα αυτή τη στιγμή. Πόσα επίπεδα εκτίμησης του ήχου υπάρχουν; Ξέρω γω, "μ'αρέσει, δε με χαλάει, γουστάρω, τρελαίνομαι, πωρώνομαι"; Δε σου μιλάω για κάτι τέτοιο. Ούτε καν για κάτι κοντά σε κάτι τέτοιο.
Όταν το συγκρότημα σου έχει ως (ένα από τα) motto του το "if Motorhead moved in next to you, your lawn would die", καταλαβαίνεις σε ένα βαθμό και για τι είδους οπαδούς μιλάμε. Πέρα από την πλάκα τώρα, η μουσική των Motorhead είναι από εκείνα τα σπάνια είδη τέχνης που γίνονται ζωή. Πρόσεξε τη διαφορά, η τέχνη αναπαριστά τη ζωή, εκφράζει ή και αποδοκιμάζει τη ζωή, χρωματίζει ή και μαυρίζει τη ζωή. Αυτός εδώ ο ήχος είναι ζωή, είναι στάση ζωής. Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, δε μου φαίνεται παράξενο το πως κάποιος δε γουστάρει τη μπάντα, μια και δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια άποψη για τη ζωή. Θα μου πεις, ρε κύριος, τόσο δημοφιλές συγκρότημα έχει τέτοιο αριθμό οπαδών και είναι όλοι μια κοψιά στα πιστεύω τους; Όχι βέβαια. Το βέβαιο στην υπόθεση είναι ότι σε συζήτηση μαζί τους, όχι περι του θέματος αλλά περι του τρόπου αντιμετώπισης των πραγμάτων που έχουν υιοθετήσει, θα σου αναφέρουν τον Lemmy. Κακά τα ψέμματα, αυτός ο άνθρωπος μας έμαθε να ζούμε, την ίδια στιγμή που έψαχνε κι εκείνος τον τρόπο μαζί μας.
Θέμα attitude κατα μίαν έννοια; Χωρίς δεύτερη κουβέντα μα πρόσεξε τη διαφορά: όχι attitude εφαρμοσμένο στη μουσική, αλλά μουσική εφαρμοσμένη στο attitude. Είναι πολύ εύκολο να το παίξεις κακός και μάγκας στο rock'n'roll-ειδικά όταν είσαι ο Lemmy, είσαι 30+ χρόνια στην πιάτσα, έχεις περιοδεύσει τον κόσμο 987 φορές, έχεις φάει και πιει ότι πιθανή ουσία υπάρχει κι έχεις γαμήσει (σύμφωνα με σοβαρά ρεπορτάζ τώρα) άνω των 2000 θηλυκών υπάρξεων. Το δύσκολο είναι να χωράς στον ίδιο δίσκο ένα κομμάτι που λέγεται "I'm The Man" ("can't see me, I'm the man, ain't no joke"),κι ένα που λέγεται "Lost In The Ozone""alone and dying and a thousand miles from home, I know I never was so broken and alone"), γιατί λες "αυτός είμαι κι όποιος γουστάρει με ακούει", τσαλακώνεσαι μια γερή και μετα ισιώνεις και ούτω καφετζής. Ελπίζω να μπήκαμε-κι αν δεν μπήκαμε, πάνε να ακούσεις τα κομμάτια και θα μπεις. Τελικά μετά από τόση ώρα που γράφω κατάλαβα ότι η Motorhead-ική φιλοσοφία δεν είναι εύκολο να αποδοθεί σε λέξεις, και πολλώ δε μάλλον από μένα που ανήκω σε αυτούς τους "στάση ζωής" και μου βγαίνει εντελώς αυθόρμητα στο πως σκέφτομαι και ενεργώ. Οπότε πάμε για λίγο κουβέντα περί των ηχητικών και μόνο και σας ασπάζομαι Φαίδων.
Σωτήριον έτος 1975. Το rock στις μεγάλες αρένες και τα σχετικά, το prog rock και γενικά το περίτεχνο παίξιμο και το μπλιμπλίκι στο φόρτε του, το punk ως αντίδραση σε αυτό δεν έχει ξεπεταχτεί αλλά το ψήνει σιγά σιγά, και σε εκείνη τη χρονική συγκυρία ο Ian "Lemmy" Kilmister, έχοντας ήδη γράψει μερικές χρυσές σελίδες με τους Hawkwind, φεύγει και φτιάχνει τους Bastard που λίαν συντόμως μετουσιώνονται σε Motorhead. Πρόσεξε τώρα, κι ας μην αποφεύγω μια σχετική εμπάθεια (ομολογουμένως). Ο πρώτος δίσκος με τίτλο "On Parole", ηχογραφείται (αλλά παραμένει ακυκλοφόρητος μέχρι και το 1979) το 1975. Έναν ολόκληρο χρόνο πριν από οποιουσδήποτε Sex Pistols, ο Lemmy έχει ξαναεφεύρει τον τροχό, κάνοντας πάλι το rock'n'roll απλό, άμεσο, και in-your-face. Ο ίδιος σε ανύποπτη φάση θα δηλώσει ότι "νιώθουμε τους οπαδούς μας πιο πολύ punk-ηδες παρά metallers" και όμως ξαφνικά, χωρίς να το ξέρει, έχει γεννήσει σχεδόν με το ένα χέρι (από το single-handed ωρέ) ολόκληρο το NWOBHM και ακολούθως, την ταχύτητα που μετά από χρόνια ενστερνίστηκε και έκανε σημαία το thrash. Πέραν των ιστορικών, αυτό που μένει στο τέλος της μέρας είναι εκείνος ο κλασσικός Motorhead ήχος με το Rickenbacker μπάσο σε ρόλο ουσιαστικά ρυθμικής κιθάρας, ο drummer-αλωνιστής να μην έχει σταματημό πίσω από το set (είτε λεγόταν Philthy Taylor, είτε Pete Gill, είτε Mickey Dee) και ο κιθαρίστας (κατά σειρά Fast Eddie Clarke, γάμα τον Brian Robertson και Phil Campbell/Wurzel) να εξαπολύει με μανία τη riff-άρα του "No Class" και να σταμπάρει σαν τα μοσχάρια οποιονδήποτε έτυχε να βρίσκεται στη συναυλία, αφήνοντας τον με το φλέγον σημάδι του rock'n'roll στα βάρδουλα. Του rock'n'roll που δεν ακούγεται, αλλά νιώθεται.
And that's the way we like it baby. We don't wanna live forever.
Subscribe to:
Posts (Atom)