Thursday, February 26, 2009

Active Member - Μάσκα


Ξυπνάω με φωνές γιατί άρχισες χωρίς εμένα καρναβάλι
τι στολή να βάλω τι να φορέσαν άραγε όλοι οι άλλοι
λες να 'χουν χρώματα πολλά και φινετσάτα και τεράστια καπέλα
θέλω να ‘μαι μοναδικός και αντί για μάσκα να φορέσω εσένα τρέλα.
Γιορτή γιατί Γιατί γιορτή να γίνουν άτρωτοι οι τρωτοί
Τρελές χαρές, βουβές φωνές βγάλε τη μάσκα σου και δες.

Μοιάζεις κακός πωπω μια μάσκα που τη βρήκες πες και εμένα
όσα φοράω κλεμμένα είναι και σκισμένα
πες μια κουβέντα να σ' ακούσω τρόμαξέ με
μέσα στα μάτια να με σκιάξεις κοίταξέ με.
Μα δε μπορείς κακό να γίνεις αλήθεια δε μπορείς
Για κοίτα εκείνον με τ' αγγέλου τα φτερά που όλο γελάει
κρύβει τα μάτια του και μοιάζει μια χαρά ενώ πονάει
και αν του φωνάξεις να γυρίσει να κοιτάξει
δε θα γουστάρει το παράδεισο, θ' αλλάξει.
Ένα καπέλο θα φορέσει γεμάτο με φτερά
και θ' αρχίσει να χορεύει με τους άλλους στην πυρά
κι αυτός που καίνε πόσο μου μοιάζει
και μονάχα που το σκέφτομαι αλήθεια με τρομάζει.
Βρες μου μια μάσκα να φορέσω ότι να 'ναι να σωθώ
και μια στολή να μοιάζω σαύρα να συρθώ
ή καμιά φούστα καμιά τσάντα καμιά κάλτσα
να μοιάζω πόρνη που ξεχύθηκε στην πιάτσα.
Κάνε ότι να 'ναι να ξεφύγω απ' τη φωτιά άσε με λάσκα
έκανα λάθος που δε φόρεσα μια μάσκα.
Στο καρναβάλι ρε που πας
χωρίς μάσκα και στολή ρε να φοράς.
Κι αφού το διάλεξες, να πας
θα 'σαι μόνος μες στους μόνους θα πονάς.
Γι' αυτό λοιπόν φοράω την πρώτη μάσκα εκείνη που θα βρω
το πήρα απόφαση πως πρέπει να χωθώ μες στον χορό
κι αν τους φοβίσω και εγώ με τη σειρά μου
τότε θα 'ναι ταιριαστή επάνω μου η φορεσιά μου.
Κι αν τους κάνω να γελάσουν και ξεσκάσουν
μπορεί τη φάτσα μου για πάντα να ξεχάσουν
και να θυμούνται αυτή τη μάσκα τη γελοία που φοράω
και θα μπορέσω με τους άλλους άνετα να περπατάω.
Δε θα φοβάμαι και δε θα ντρέπομαι για μένα
θα 'ναι τριγύρω μου τα πάντα ευτυχισμένα
δε θα ζηλεύω αυτά που φόραγαν οι άλλοι
θα συνηθίσω εδώ κοντά σου καρναβάλι.
Τέλος καλό όλα καλά
η μάσκα ταίριαξε καλά.

Sunday, February 22, 2009

Κυριακή Πρωΐ

" Σάββατο νύχτα στο ρολόι στην πλατεία
παραμένεις μια ζωή στην αλητεία
μ' ένα σκύλο που γαβγίζει όποιον περάσει
αυτό είναι το τίποτα, κι εκεί του λεωφορείου η στάση"

Σάββατο νύχτα είναι η ώρα που όλη η ελπίδα έχει τελειώσει, ξημερώνει η καταραμένη μέρα και το βράδυ έχει σφυρίξει για τη λήξη, είναι η ώρα που πάντα μένεις μόνος. Κι αναρωτιέσαι, τι γαμημένος ήλιος πάει να σηκωθεί. Από τότε που η Κυριακή σήμαινε διάβασμα για το σχολείο-φυσικά τελευταία στιγμή. Από τότε, πιο παλιά ακόμα, που εκείνος ο μαλάκας έκατσε να ξεκουραστεί κι άφησε τον κόσμο σε τέτοιο χάλι-ο τεμπελχανάς. Εφήυραμε το ποδόσφαιρο για να γλυκάνουμε την κατάρα και λίγα καταφέραμε. Πως ξορκίζεται μια Κυριακή;

" Σαν μια ιστορία όπου κι οι δυο είμαστε χαμένοι
χαμένοι στο διάστημα, μα ποτέ χωρισμένοι
τυλιγμένοι κι οι δυο στο δικό μου παλτό
μέχρι το σπίτι σου, κι εκεί σ' ένα στρώμα διπλό "


Το ξημέρωμα της Κυριακής έζεχνε πάντα μοναξιά, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να αναπνέει. Άλλοτε ήταν φυσική-πεζοδρόμια στραβώνανε κάτω από τα παπούτσια μου, δρόμοι κάτω από τις ρόδες μου και με περίμενε ένα σπίτι που πάντα περιφρονούσα, πάντα ήθελα να με βγάλει η ρότα κάπου αλλού. Τελικά πήγαινα σπίτι μου, κρύβοντας την όμως στο μπουφάν μου για να μην κρυώνει. Και για να μην τη χαλάσει ο βρώμικος αέρας. Κι άλλοτε, χειρότερα, με κόσμο πολύ και νταβαντούρι, σκότωνα για ένα ποτήρι καθαρό αέρα, μια κατραπακιά από τη θάλασσα ενώ πνιγόμουν σε μια έρημο. Κι όλοι γύρω, ένας προς έναν, γελούσαν σαν αντικατοπτρισμοί.

Μια Κυριακή μονάχη της τα άλλαξε όλα. Σαν προφητεία μου έμοιασε και κράτησε πέντε μέρες, κι ήταν σε χώρα μακρινή, με παιδικά παιχνίδια και γέλια δίχως τέλος. Μου 'πε "μη με μισείς" κι όμως τη μίσησα θανάσιμα όταν ξημέρωσε Τετάρτη. Μα σαν κοίταξα το όνειρο, είχε γίνει γραμμές πάνω στο χέρι μου, κι ερωτεύτηκα εκείνη την Κυριακή που θα ξανάρθει, θα 'ναι σαν φιλί στο δροσερό αέρα, θα γίνει θάλασσα να αφήσει την ψυχή της ελεύθερη, θα έχει το χαμόγελο της θάλασσας.

"
Έι, σε σένα μιλάω
έλα να φύγουμε μαζί γιατί είναι Κυριακή πρωί
Κυριακή πρωί, Κυριακή πρωί... "


Monday, February 16, 2009

Life Gambler III (suicide king of hearts)


Σε νοιώθω, σχεδόν σε μυρίζω, κάτι από μοκέτα πνιγμένη στη μούχλα, έγινες δεύτερο δέρμα και δε το πήρα πρέφα, όχι δεν παίζεις πρέφα δεν αρκείσαι στα μικρά πας για τα μεγάλα, έτσι σου μάθανε στο σχολείο, στο στρατό, στη τηλεόραση. Πρέπει να μπεις στο τραπέζι νικητής να ξέρεις από πριν ότι θα το κερδίσεις, να τους κόψεις την καρωτίδα και να τους την σερβίρεις δε σε παίρνει αλλιώς ο θάνατος τους η ζωή σου, η ζωή σου? Η ζωή μου? Δεν έχει σημασία πια, ξεκινάς και χτίζεις πυραμίδες με τραπουλόχαρτα μόνο που ξεκινάς από την κορυφή και πας προς την βάση, απ’το τίποτα στα πολλά αν με πιάνεις, σε πιάνω αλλά δε σ’ αφήνω, η βάση πρέπει να γίνει δική μου, εννοούσα δική μας. Είμαι χαμένος από χέρι και τι χέρι ούτε ίδιο χρώμα δεν είναι τα φύλλα που μου μοίρασες. Είσαι θλιμμένη ντάμα καρό, θλιμμένο διαμάντι στην Αφρική. Είμαι κάπου βασιλιάς οπουδήποτε εκτός από το μυαλό μου, αυτοκτονικός βασιλιάς κούπα, που μπήγει το σπαθί του στο κεφάλι κατά κάποιο τρόπο. Κάθε φορά που κόβεις κόβεις και κάτι από μένα δε το καταλαβαίνεις? Ναι ρε πως αλλιώς, αλλά να ξέρεις δε βγαίνω χωρίς λόγω, ούτε εγώ βγαίνω γενικός. Αυτή η άκρη όμως ρε φίλε, φίλε? τέλοσπαντων άσε με να σου πω είναι πολύ μικρή η άτιμη γιατί ακόμα να τη βρούμε. Δεν υπάρχει άκρη τα μαθες? τα μαθα να λες ρε, στο ξανάπα παλιότερα ρε δεν θυμάσαι το σμαραγδένιο φίδι, δεν υπάρχει αρχή και τέλος μόνο μέση, μια ατελείωτη αχανής ερημική μέση. Ξέρω τι σκέφτεσαι ξέρω τι θα κάνεις πριν από σένα, το ξέρω καλά αυτό και δεν μπορώ να σε μπλοφάρω, αλλά δεν υπολόγισες κάτι, μπορώ να παίξω με τα φύλλα μου κρυμμένα χωρίς να τα δω ούτε και εγώ να σε δω τότε τι θα κάνεις. Αν έχεις τα άντερα... σ αφήνω μιλάς και τελευταίος άμα γουστάρεις.

Saturday, February 14, 2009

A Day In The Life

Δεν ξέρω αν σου έχει συμβεί ποτέ αλλά κάτι ώρες, μου ‘ρχεται να αρχίσω να μιλάω (ή και να γράφω) για το τίποτα. Κάτι ώρες μου φαίνεται πως ό,τι και να πω για τα βαθυστόχαστα και τα μεγάλα, είναι μια μαλακία καθισμένη-ούτε καν όρθια, οπότε ψάχνω καταφύγιο στα πραγματικά πολύ απλά. Όταν μιλάς για αυτά που ίσως κανένας δεν κάθεται να γράψει, βρίσκεις κάποια ουσία-μια ανάστροφη καινοτομία ας πούμε. Έτσι μου ήρθε η ιδέα, sex με τις λέξεις χωρίς ιντελλεκτουάλ συμπέρασμα στο τέλος. Και τα ρέστα δικά σας, όπως είθισται εξ αρχαιοτάτων.

Ανοίγω τα μάτια μου-ταβάνι. Λογικό, δε θυμάμαι να κοιμήθηκα σε χαρτόκουτο κάτω από τη γέφυρα. Έλα, με έχεις συνηθίσει, όταν ξυπνάω είμαι νταμάρι και χρειάζομαι πολλαπλά φουρνέλα. Τώρα είναι και νωρίς και δε γαμιούνται όλα τέλος πάντων; Με λίγα σιχτίρια ακόμα είμαι όρθιος, μπόλικη πρόοδος αν και δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει. Το δωμάτιο είναι παγωμένο, ή εγώ φουρνίστηκα, ή και τα δύο. Μέχρι να ντυθώ, θα έχω ζεσταθεί και θα γδύνομαι-η γνωστή ιστορία του χαλασμένου θερμοστάτη από μικρός, που τα παιδάκια φορούσαν τρία πουλόβερ και μπουφάν κι εγώ μόλις ένιωθα δεύτερο ύφασμα επάνω μου έμπηγα τα κλάμματα. Όπως πας στο μπάνιο θυμήσου να θυμηθείς γιατί ξύπνησες τόσο νωρίς-πάντα κάποιος λόγος υπάρχει γι’αυτό.

Μπάνιο. Η ερωτική μου σχέση με το νερό είναι από αυτές που βλέπεις στις ταινίες, «δε θα σε αφήσω ποτέ», «ούτε κι εγώ, μαζί για πάντα», ένας υγρός ίλιγγος αρχικά, πριν την εναρμόνιση του ανθρώπου-ψάρι με το φυσικό περιβάλλον. Καίω τα πόδια μου στην αρχή, γαμωσταυρίζω και το ντους λειτουργεί με voice command-όλα εντάξει. It all comes slowly into reason. Υπάρχει εκείνο το μυστήριο κρύο κτίριο στο τέλος του δρόμου, μια πόρτα μπαίνεις και μια βγαίνεις. Μπήκες λυκειόπαις-βγήκες κομπιουτεράκιας, ο καθένας όσο του πάρει άλλα η διαδρομή είναι κάπως γνωστή σε όλους. Πρέπει λοιπόν να δικαιολογήσω την –μουσκεμένη- μου ύπαρξη και να πάω να φάω κοκκινόχωμα στο φοιτητώριο, ανάμεσα από μερικούς καφέδες άνευ σημασίας, αφού ως γνωστόν μόνο ο πρώτος της ημέρας αξίζει.

Δεν καπνίζω και δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους που δεν μπορούν να πιουν καφέ χωρίς τσιγάρο, χαλάει η γεύση του. Βέβαια, κι εκείνοι δεν καταλαβαίνουν πώς κάνω εγώ το ανάποδο. Γάμησε το, άραξε να τον κατεβάσουμε και θα τα βρούμε κάπου αλλού ρε κατάστημα. Στάσου να βγάλω και κανένα βούτημα-όχι Sepultura πρωϊνιάτικο, όχι Opeth θα πέσω να βγάλω αφρούς, α, εδώ είμαστε. I was born underwater, I dried out in the sun. I started humpin’ volcanoes baby, when I was too young. I started surfin’ the madhouse, and I decided to stay. I got an itch in my cosmic pocket, and it won’t go away. Με τούτα και με εκείνα έχω ήδη χαζέψει και πρωτοσέλιδα αθλητικών εφημερίδων. Είναι μεγάλο πράγμα το διαδίκτυο αδερφέ, γλιτώνεις το πρωϊνό στήσιμο στο περίπτερο μαζί με τους γέρους που θέλουν να σε πείσουν ότι ο Καμάρας θα είχε βάλει χτες στη Βρέμη 6 τόπια. Διαβάζω πως ο Ολυμπιακός λέει θα πάρει μεγάλο σεντραφόρ το καλοκαίρι, η ΑΕΚ πρωτάθλημα και ο Πόντιος Πιλάτος είναι ΠΑΣΟΚ, νέτα σκέτα, Arteta, Zabaleta. Ε ρε τι τραβάω ο φιλάθλος-πάω να ντυθώ για δεν υπάρχει σωτηρία.

Βγαίνοντας έξω, συνέρχομαι απότομα χωρίς να έχω πάθει κάτι. Καλώς ήρθες στην κόλαση αρχηγέ-και μεταξύ μας, μαλακίες σας λένε. Στην κόλαση έχει κρύο, ψόφο, από τη ζέστη τίποτα δεν παθαίνεις. Εγώ βέβαια, ο εξ Ηλιούπολης εσκιμώος, έχω βγει Νοέμβρη μήνα με το τισέρτι μου, under control η φτιάξη. Πάρε μπρος μωρό μου, μπράβο μωρό μου. Μέχρι να ξαναπάθεις κάτι και να γίνουμε Σαράγεβο, μέσα στα μέλια θα σε έχω. Η μέρα είναι άσχημη-κι η μέρα κρίνεται πάντα από την κίνηση. Μα τι λέτε αγαπητέ μου, κίνηση στο Κατσιπόδι; Όπως σας τα λέω κύριε πτέραρχε, βενζινοκίνητα γαϊδούρια με αλάρμ στη μέση του δρόμου, μουλάρι με καρότσα-νικελοσωλήνα και γέροι με ποδήλατα μοντέλο αδελφή Ράιτ, ένας θεός ξέρει πως γλίτωσα. Παρκάρω, αυτό μας απέμεινε για ευκολία.

Άδεια χαιρετούρα ένα, άδεια χαιρετούρα δύο, φτου και βγαίνω-α νάτοι οι τσεγιέν, έχουν έρθει. Βιάζομαι να πάρω θέση γύρω από το τοτέμ γιατί αρχίζει η τελετή της πανανθρώπινης και κατακλυσμιαίας άγνοιας. Γιατί εν αρχή ήτο ο καθηγητής Βασιλάκης κύριοι, ο οποίος είπε «εγένετο Θεός» και μετά γίνανε τα γνωστά υπόλοιπα-κατά τας γραφάς πάντα, πρώτα πάει ο προγραμματισμός συστήματος και μετά η Γένεσις, γιατί αλλιώς, που θα τρέξει το matrix; Ο μόνος τρόπος να κρατηθείς σε τροχιά γύρω από το ίδρυμα είναι ή να παίξεις καμιά σφαλιάρα ή να το ρίξεις στην κολτούρα, κάνω λίγο κι από τα δύο, πέντε έξι στιχάκια στο έδρανο και διάλειμμα σπινιάροντας με τις πάντες. Πως αλλιώς;

Wednesday, February 11, 2009

Space Dye Vest...Revisited

Θα μπορούσε να είναι η ψυχή μου σε ψηφία, περασμένη από ένα πληκτρολόγιο.
Θα μπορούσε να είναι πονεμένες ιστορίες, από παλιά. Που πόνεσαν πολύ.
Αλλά τελικά θα είναι ένα post που αφορά το τραγούδι αυτό καθεαυτό.

Λίγα(;) λόγια για τους μη γνωρίζοντες...

Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1994 στο album "Awake" των Dream Theater και ανήκει συνθετικά και στιχουργικά στον -τότε- πληκτρά τους, Kevin Moore. Ο Moore αποχώρησε από το συγκρότημα αμέσως μετά τις ηχογραφήσεις του δίσκου, μη συμμετέχοντας ούτε καν στην περιοδεία προώθησης του. Οι δύο πλευρές επικαλέστηκαν διαφορές ως προς την μουσική κατεύθυνση του συγκροτήματος, όμως ο κόσμος το 'χε τούμπανο πως ο Moore ήταν αρκετά δύσκολος, εσωστρεφής υπερ του δέοντος και μοναχικός χαρακτήρας. Αν και κανείς δεν ξέρει με σιγουριά τους λόγους, η κληρονομιά που άφησε με τη μπάντα δεν αφήνει πολλά περιθώρια να συνεχίσουμε μια χαμένη κουβέντα, αλλά να επικεντρωθούμε στο ζουμί.

Το ζουμί (ή ένα από τα ζουμιά) της υπόθεσης είναι ότι το τραγούδι, αν και αναγνωρίζεται από την πλειοψηφία των φίλων του συγκροτήματος ως ένα από τα καλύτερα τους πονήματα, δεν έχει παιχτεί ποτέ ζωντανά. Τα εναπομείναντα μέλη του συγκροτήματος -ορθότατα αν θέλετε την άποψη μου- δεν θεωρούν σωστό να παιχτεί το κομμάτι χωρίς τον Moore, αναφερόμενοι μάλιστα σε αυτό ως "Moore's song", ο οποίος από την άλλη -ορθώς ή όχι σηκώνει πολλή κουβέντα- μουλαρώνει και αρνείται να ξαναβρεθεί στη σκηνή ως -έστω περιστασιακό- μέλος τους- παρ'όλο που κατά καιρούς έχει συνεργαστεί με κάποιους από τους υπόλοιπους σε άλλα projects (O.S.I, Chroma Key κλπ). Οι οπαδοί σκούζουν άλλα ματαίως φωνασκούν από ότι φαίνεται.

Ο ίδιος ο πεισματάρης και εσωστρεφής καλλιτέχνης, όλως περιέργως έχει αναφερθεί έκτοτε στο κομμάτι, λέγοντας πως αφορά "μια σχέση που τελείωσε πριν την ώρα της" και εξηγεί ότι η αφορμή του ήταν ένα κόλλημα που είχε φάει όταν είδε μια τύπισσα μοντέλο σε έναν κατάλογο μόδας, η οποία φορούσε ένα ρούχο ονόματι space dye vest (δηλαδή γιλέκο -ας πούμε- στο χρώμα του διαστήματος). Αν εξαιρέσουμε τα περί μοντέλου, για το υπόλοιπο δε χρειάζεται να είσαι μάντης για να το πιάσεις, αν διαβάσεις μια στα γρήγορα τους στίχους. Αυτό φυσικά δεν εμπόδισε κανέναν να ξεκινήσει ενα ολόκληρο σαφάρι γνώσεων πάνω στο επταμισάλεπτο αυτό αραβούργημα, από το ποιος σκατά είναι ο "Martens" μέχρι από που προέρχονται τα samples που ακούγονται ανάμεσα στις στροφές. Φαντάζομαι ότι πριν την εποχή του...θηρίου (του διαδικτύου ντε) θα πρέπει να ήταν τρελό μανίκι να τα βρεις όλα αυτά, εγώ έπεσα στα χρόνια της αποκάλυψης οπότε διευκολύνθηκα κάπως. Όσον αφορά το trivia κομμάτι δηλαδή γιατί αλλιώς...

...αλλιώς χέστα κι άστα. Διότι ο αγαπητός κύριος Moore μπορεί να μην είναι ο τελειότερος τεχνίτης πληκτράς του κόσμου (είναι πολύ καλός παρ'όλα αυτά), αλλά έγραψε μια από τις τελειότερες (αν μπορεί να υπάρξει τελειότητα στην τέχνη) μελωδίες όλων των εποχών (ίμχο πάντα). Και δεν εννοούμε μαθηματικά ή παικτικά τέλεια, αλλά για μουσική που αν δε σε αγγίξει, ψάξου για το πόσο άνθρωπος είσαι και μην περιμένεις και φοβερά θετικά αποτελέσματα.

Δεν είναι καθόλου εύκολο να μιλήσεις για τα συναισθήματα που σου γεννά ένα τραγούδι, πόσο μάλλον ΑΥΤΟ το τραγούδι. Ξέρω με βεβαιότητα να σας πω πως η κόπια του "Awake" που έχω στην κατοχή μου πλέον δεν παίζει στο συγκεκριμένο track, πράγμα που είναι φυσιολογικό αν μιλάμε για βινύλιο. Αλλά εδώ μιλάμε για CD. Ξέρω με βεβαιότητα να σας πω πως όταν πρωτοάκουσα το δίσκο (σε ηλικία 14 ετώνε), τον άκουγα κάθε μέρα περίπου δύο φορές, με pit stop ημιώρου όταν έφτανα στο 11 (approx τέσσερις παραπάνω ακροάσεις δηλαδή). Ξέρω με βεβαιότητα πως μπορώ να παραμιλήσω τους στίχους ενώ κοιμάμαι χωρίς να κάνω λάθος ούτε στα samples κι αυτό δεν είναι μαγκιά μου, αλλά μαγκιά του τραγουδιού. Είναι η αποθέωση του less is more, αλλά από ένα συγκρότημα που πάντα ήταν υπέρ του δόγματος "βάλε πράμα να γεμίσει ο ήχος". Ένα πιανάκι, ένα μικρόφωνο και βουρ. Λίγο στο τέλος που κρεσεντάρει θυμάσαι πως παίζουν κι άλλα όργανα σε αυτή τη μουσική, και δε σου λείψανε και καθόλου εδώ και πόση ώρα το ακούς.

Ξέρω πως...
Ξέρω πως...
Σκατά στα μούτρα μου ξέρω, ξέρω ό,τι ξέρεις, τοίχοι, γωνίες, μαρκαδόροι, καθρέφτες, παραλίες και ξαπλώστρες, πήγα να το παίξω μουσικός συντάκτης αλλά δεν είμαι εγώ για τέτοια, τέτοια ώρα με τέτοια λόγια για τέτοια πράγματα, το χέρι δε ρολάρει εύκολα, όταν η μουσική είναι βροχή, πάντα θα βραχείς, δε γίνεται να κάτσεις να τη χαζεύεις πίσω από ένα μπαλκόνι, γιατί είσαι εσύ ο γκρίζος ουρανός, πολλές σταγόνες και πολλά δάκρυα και δεν ξέρεις πια τι είναι τι, ποιος είναι ποιος, τι είναι νερό και τι αέρας, ξεχνάς πως να γράφεις, ξεχνάς πως να μιλάς, και σε παίρνει η ώρα να ακούς τη βροχή να μουσκέυει την πλάτη σου, δεν υπάρχει νύχτα και μέρα, μόνο νερό που τρέχει στα χέρια σου και δεν μπορείς να το πιάσεις...

...μόνο νερό που γίνεσαι και πηγαίνεις. Ξέροντας πάντα πως πηγαίνεις στη (")θάλασσα(").

Ξεκίνησα να γράψω ένα post και δες τώρα τι έγινε.
Shit, το 'ξερες από την αρχή, έτσι δεν είναι;

Monday, February 9, 2009

Ψάχνοντας Για Χρυσό ΙΙΙ


Είναι βράδυ, για την ακρίβεια πάει προς το ξημέρωμα. Για ακόμη μία φορά βουλιάζω στα σεντόνια μου. Με τραβάνε προς τα κάτω. Ναι σίγουρα προς τα κάτω. Σιγά σιγά μπλέκομαι χωρίς να το καταλάβω με τους ήρωες μια ταινίας δεύτερης διαλογής οι οποίοι προσπαθούν να βρουν κάποιο σκοπό στην ύπαρξη τους. Κάποιος από αυτούς λέει πως για να βρει αυτό το σκοπό θα φτάσει στα άκρα, θα δοκιμάσει κάθε δυνατή ηδονή μέχρι τελικής πτώσεως. Μέσα από αυτή τη διαδικασία θα δοκιμάσει τα όρια του λέει...

Μία περίεργη ιδέα πήρε φόρα και καρφώνεται σε όσα εγκεφαλικά κύτταρα είχα καταφέρει να σώσω. Μία ιδέα που με κάνει να ξεπεράσω τη φοβία μου πως αν σταθώ στη μέση του δωματίου δε φτάνω τον ουρανό, ούτε καν το ταβάνι. Η ιδέα άρχισε να μου προσθέτει ύψος, δε ξέρω καν μέχρι που θα φτάσω και σίγουρα δε θα έχω happy end.
Το μόνο που μου έμεινε από αυτόν είναι ένα παλιό στρατιωτικό sleeping bag με ένα μικρό σκίσιμο στο πλάι. Να κάτι χρήσιμο που μπορώ να πάρω μαζί μου. Ίσως έτσι να βρω τον ύπνο μου, καλά θα ήταν να έβρισκα και τα όνειρα μου αλλά ένα βήμα τη φορά είναι αρκετό.

Sunday, February 1, 2009

Destiny

Πρέπει να καταλάβεις κάποια πράγματα, ή τουλάχιστον άκου με και βγάλε κάποια συμπεράσματα-έτσι έκανα και κάνω κι εγώ, μιας και ακόμα δεν έχω πάρει το δίπλωμα του φωτεινού παντογνώστη. Όλα είναι μια ψευδαίσθηση και μόνο το τέλος είναι αλήθεια, ωραία; Ο θάνατος ξύπνησε μια μέρα και πήρε μαζί του τον Chuck Schuldiner, ωραία; Κι η καταπακτή των θανάτων, αρχηγέ μου, είναι ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη-πάλι ωραία; Όλα ωραία αλλά ο θάνατος σε θλίβει. Δεκτό και σεβαστό-αν και θα ήθελα να ξεχωρίσεις πως αυτό που σε θλίβει είναι η απώλεια του άλλου κι όχι ο θάνατος αυτός καθεαυτός, άστο γάμησε το τώρα και πάμε παρακάτω.

Τον φοβάσαι; Τον φοβάμαι; Τον φοβόμαστε;


Γυρίζω σπίτι κι έξω η νύχτα απλώνει πάγο πάνω στα αυτοκίνητα, το "Symbolic" εξαπολύεται από τα ηχεία μου γιατί αν είναι να μιλήσουμε για θάνατο, πρώτα να ακούσουμε τι έχει να μας πει, σωστά; Κοιτιέμαι στον καθρέφτη όπως μπαίνω κι είμαι ένα κομμάτι κρέας, με ψυχή μέσα του ίσως άλλα σίγουρα φτιαγμένο από κρέας, κι όπως θα έχεις ακούσει σχετικά, το κρέας σαπίζει κάποια στιγμή κι είναι για πέταμα. Κυνισμός; Πάρ'το όπως θέλεις αλλά στο θέμα είμαι λίγο γομάρι-βλέπεις, τραγουδάω τραγούδια που μιλάνε για το θάνατο από 12 χρονών. Κατάλαβα λοιπόν πως με θλίβει η απώλεια που παράγει ο θάνατος, η έλλειψη και η αδυναμία παρουσίας του εκλιπόντος. Όμως, ο χρόνος είναι ένα πράγμα που πρέπει να αποδεχθούμε. Και το αναπόφευκτο κάποια στιγμή όντως θα συμβεί-αλλιώς θα μπορούσε να αποφευχθεί. Δε σου λέω να γίνεις φίλος μαζί του γιατί είναι μεγάλος καριόλης και βαράει πολλές φορές τυφλά, ύπουλα και πούστικα. Προτείνω όμως να περιμένεις το απροσδόκητο. Είναι φρικτό να φοβάσαι όσο ζεις και όπως όλοι μας, φοβάσαι ότι μπορεί να συμβούν πολλά πράγματα. Γιατί να φοβάσαι και το βέβαιο;

Η δικιά μου προσευχή λέει να μη με προσέχει κανείς ούτε από πάνω ούτε από κάτω, μια και καλά-καλά δυσκολεύομαι να με προσέχω εγώ ο ίδιος. Λέει να μη φοβάμαι αφού νιώθω ζωντανός. Μια και είμαι το σφάλμα της σάρκας, λέει να πνιγώ στη σάρκα τη δικιά μου αλλά κι εκείνης που αγαπώ, να καρφώσω το μυαλό μου στο τραπέζι μαζί με τα μυαλά αυτών που έχω διαλέξει να πορευόμαστε παρέα, μέχρι τότε. Μέχρι που να βγει το νούμερο μου και να κάνω μπίνγκο-για έλα άμα σου κοτάει. Ή μάλλον όταν θα σου κοτάει. Ξέρεις, είναι λίγο η γνωστή σκηνή, τους ακούς απ'έξω και οπλίζουν, και δεν ξέρεις πότε θα μπουν. Ε, μη σε πιάσουν με τα σώβρακα κάτω ρε μάγκα, ντροπής πράγματα ολόκληροι άντρες.

Γυρίζω σπίτι κι η νύχτα απλώνει πάγο πάνω στην ψυχή μου για όλους αυτούς που ο καριόλης ο θάνατος τους πήρε μακριά και μου λείπουν-είτε τους γνώρισα προσωπικά είτε όχι. Μου λείπουν ο καθένας για τον δικό του λόγο και γιατί είμαι εγωιστής άνθρωπος και τους θέλω κοντά μου-με νοιάζει αν εκεί πέρα είναι καλύτερα ή χειρότερα από αυτήν την τρύπα που μας σπείρανε; Δε με νοιάζει γιατί είμαι εγωιστής άνθρωπος και τώρα με λένε Ελένη και να πάτε να γαμηθείτε-κάπως έτσι πάει, δεν το θυμάμαι το χωρίο επακριβώς. Τώρα που με λένε έτσι όπως με λένε, υπολείπομαι όλων αυτών που έφυγαν και την ίδια στιγμή είμαι πολύ πιο δυνατός επειδή δεν είναι πια εδώ. Θλίβομαι γιατί πέθαναν και χαίρομαι που σώθηκαν, έτσι πάει. Μάλλον...

Κανείς δε ζει για πάντα, λένε αυτοί που φοβούνται τη μέρα που θα ξυπνήσουν νεκροί. Στο ενδιάμεσο, ξεχνάνε να ζήσουν ακόμα και αυτό το λίγο που τους δώσανε. Κι επειδή οι νεκροί δε λένε ιστορίες, κάθεσαι εσύ και διαβάζεις εμένα που αμπελοφιλοσοφώ τα περί θανάτου με το περισπούδαστο ύφος του intellectual γραφιά, yeah sure. Άσε τις ανάλυσεις, τις άδειες λέξεις, πιες ένα ποτήρι ακόμα για αυτούς που πέρασαν τη γραμμή για απέναντι και σου λείπουν, ρίξε και λίγο ποτό στο χώμα αν είσαι αρκετά "μεταφορικός" τύπος. Κι είσαι εντάξει μαζί τους, μόνο κλάψε για αυτούς που ξέχασαν να ζουν.

Και, ρε φίλε, αυτό θέλει ο μαλάκας...εσύ μην του κάνεις τη χάρη να τον φοβάσαι.


-Για τον Chuck-