05-11-2005
Βγήκα από την εξώπορτα της πολυκατοικίας μου με τα χέρια στις τσέπες. Κοίταξα, σαν κάτι σάπιους ήρωες από κάλτ ταινίες, πέρα μακριά, σαν να στοχαζόμουν κάτι, το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, τις θέσεις των άστρων, των πλανητών και του ΚΤΕΛ που έφευγε.
Σκατά.
Δε στοχαζόμουν τίποτα, απλά έβλεπα το βάθος του οροπεδίου, αυτού του καταραμένου μέρους, να μην οδηγεί πουθενά. Ορίζοντας χωρίς θάλασσα είναι σαν νεκρός ορίζοντας-έτσι λένε. Σαν κλουβί...Τι βρωμάει έτσι ρε πούστη μου;
Σκατά.
Κανονικά αυτή τη φορά. Και δε με ενοχλούν αυτά των ζώων, που αποφάσισαν να ανακουφιστούν στο χωράφι απέναντι από το σπίτι μου, εκεί τα έφεραν εκεί θα χέσουν τα ζωντανά. Τα άλλα είναι τα ανυπόφορα. Στο μυαλό των ανθρώπων.
Κοίταξα τον εαυτό μου στο τζάμι της εισόδου, είχε πάρει να δροσίζει, κι όταν λέμε να δροσίζει σ’αυτό το μέρος, εννοούμε κρύο να σε τρυπάει και να σε γυρνάει το μέσα έξω, για να σιγουρευτεί ο καριόλης ο χειμώνας ότι παγώνεις παντού. Σήκωσα την κουκούλα, σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου θα το έκανα για στυλάκι, εδώ απλά κόντευαν να πέσουν τα αυτιά μου από τον αέρα. Έβαλα ξανά τα χέρια στις τσέπες, σ’αυτό το αιώνιο στρατιωτικό παντελόνι, μισογέλασα. Φανταριλίκι πριν την ώρα του, δυσμενής μετάθεση στο σιφώνι της ζωής.
Έχει παγώσει ακόμα και το χιούμορ μου γαμώτο.
Ο κεντρικός δρομ..-ποιος κεντρικός ρε μαλάκα; Αυτός είναι μια λωρίδα ανά κατεύθυνση και σταματάνε με αλάρμ όπου βρουν, ούτε στο στενό του σπιτιού μου back there δεν το κάνουν αυτό. Αυτό το μακρύ κομμάτι ασφάλτου όπως και να ‘χει, είχε παραδόξως ηρεμήσει για αυτή την ώρα της ημέρας. Το απόγευμα. Πάντα μου άρεσε αυτή η ώρα της ημέρας, έπεφτε ο ήλιος, είμαι και ρομαντικό αγόρι, επέφτε η ζέστη το καλοκαίρι, μόνο το φροντιστήριο μου τη χάλαγε- όταν είχα και όταν δεν την κοπάναγα. Τώρα απόγευμα είναι η ώρα που ξυπνάω, γιατί δεν είχα (πάλι) τίποτα να κάνω το βράδυ και ξενύχτησα να χαζολογάω στο PC. Με ένα κεφάλι καζάνι από τον φρικτό ύπνο της ημέρας, αυτόν που σε ζαλίζει με τη φασαρία χωρίς να το καταλαβαίνεις, και ξυπνάς ηλίθιος, κουρασμένος ακόμα κι αν έχεις κοιμηθεί 15 ώρες. Ή μάλλον, ειδικά τότε.
Έσυρα τα πόδια μου προς το κέντρο, κάποιος καφές με περίμενε σε μια από τις πιθανές καφετέριες, στάσου, σε ποια μου είχαν πει ότι κάθισαν; Μικρό το κακό, το πολύ πολύ να τις πάρω όλες σβάρνα, τόσες που είναι θα είναι λιγότερο κουραστικό κι από το να βγάλω το χέρι μου στο κρύο για να ξαναδιαβάσω το SMS.
I walk for what it seems to be a lifetime, που έλεγε κι ο Quorthon.
Τι με κοιτάζει περίεργα αυτός ο τύπος ρε συ, δεν έχει ξαναδεί άνθρωπο με κουκούλα; Κρύο κάνει, τι να φορέσω, παναμαδάκι; Ή ψάθινο με κορδέλα ολόγυρα; Κλότησα νευρικά κάτι χαλίκια στις πλάκες του πάρκου, άστο καλύτερα, αυτοί είναι ικανοί να με κοζάρουν στραβά ακόμα και γι’αυτό, (λες και) τους κάθομαι στο σβέρκο. Τελικά όμως, εγώ τους κάθισα στο σβέρκο, ή αυτοί με θρόνιασαν εκεί πάνω; Εγώ διάλεξα να έρθω εδώ χάμω, ή αυτοί διάλεξαν να μας φέρουν εδώ χάμω; Μπερδεύτηκα, θέλω καφέ. Η επίδραση της νταμιτζάνας κρύου Νες (αλλά όχι φραπέ, προσέξτε πατέντα, σαν ζεστός αλλά με νερό βρύσης) που έριξα στην καταπιώνα μου προχθές το βράδυ, μπας και καταφέρω να μείνω ξύπνιος και να τελειώσω την εργασία C, σχεδόν τελείωσε. Τρέμω. Προσεύχομαι να είναι από το κρύο και μην έχω εθιστεί ακόμα ΚΑΙ στον καφέ. Μου φτάνουν οι ντρόγκες μου, δε θέλω άλλη μία. Κι από αυτή δε νομίζω να μπορώ να αποτοξινώνομαι ακούγοντας μουσική.
Εισέπνευσα βαθιά, ένα γερό χαρμάνι παγωνιάς, βροχής που πλησιάζει και μοναξιάς. Αυτή η πόλη σκοτώνει ανθρώπους. Σε παρακαλώ, starkie, μην την αφήσεις να σε πάρει από μένα.