Τα χέρια ιδρώνουν και, ασυναίσθητα, αρχίζουν να τρέμουν ελαφρά. Τι είναι αυτό που βγαίνει από τα ηχεία μου; Καταπίνω μια γεμάτη γουλιά Guinness ακόμα, μα αυτή τη φορά κατεβαίνει αργά και δύσκολα. Έχω έναν κόμπο στο λαιμό. Και έναν οργισμένο Ιρλανδό να μακελέυει το μυαλό μου με τη φωνή του. Τι μου συμβαίνει; Ακούω μουσική –σοβαρά- κοντά 8 χρόνια πια, και η τελευταία φορά που θυμάμαι να νιώθω έτσι, χάνεται στα βάθη των γυμνασιακών μου αιώνων και τις πρώτες ακροάσεις του “Alternative 4” στο παλιό ηχοσύστημα του σαλονιού. Από τότε μεγάλωσα –νόμιζα-, έγινα άντρας, σοβάρεψα (αλήθεια;), έγινα φοιτητής σε μια ξένη πόλη, πολίτης με δικαίωμα στο εκλέγειν και το εκλέγεσθαι, διαδηλωτής με πανό στο χέρι, οδηγός με αυτοκίνητο στην κυριότητα του. Τι σχέση έχω με εκείνο το παιδάκι λοιπόν; Γιατί δακρύζω;
Πιες λίγο stout ακόμα. Δε θα σου δώσει απαντήσεις, απλά είναι ωραία στη γεύση και λύνει και τα δάχτυλα όταν αποφασίζεις να βάλεις πέντε αράδες σε ένα (εικονικό πλέον) χαρτί. Εφαλτήριο ετούτου του παραληρήματος αποτελούν οι Ιρλανδοί Primordial. Κάτι σας είπα τώρα, το ξέρω. Έχετε ακούσει ποτέ Bathory; ‘Οχι ε...; Thin Lizzy; Ωραία! Καμία σχέση. Απλά κι αυτοί Ιρλανδοί είναι. Οι φίλοι μου πολλές φορές στραβομουτσουνιάζουν όταν χρησιμοποιώ βαρύγδουπες μουσικές ταμπέλες για να περιγράψω μπάντες και είδη μουσικής. Ε, λοιπόν, φίλε Νότη, μπορείς να απολαύσεις το θρίαμβο σου, γιατί για ΤΕΤΟΙΟΥ είδους μουσική, δεν μπορώ να βρω ούτε έναν χαρακτηρισμό. Μόνο έναν. Παθιασμένη.
Είτε πίστευα ότι δεν μπορεί να γραφτεί πλέον τόσο συγκινητική μουσική, είτε ότι εγώ δεν μπορώ πλέον να συγκινηθώ τόσο από τη μουσική, διαψεύστηκα τόσο κατηγορηματικά που αποφάσισα να το μοιραστώ. Μπορεί να μην κρατούσα πια βιβλιαράκι από το CD στο χέρι, αλλά να διαβάζα τους στίχους σε ένα Winamp plugin, αλλά όλα ήταν όπως τότε. Οι τρίχες μου που σηκώνονταν κάγκελο, το δάκρυ που τρεμοπαίζει (και σε στιγμές τη σκαπουλάρει κιόλας) κάθε φορά που ακούγονται από τα ηχεία οι λέξεις “A host of the willing few…gathers at the Traitors Gate”, το πλήκτρο play που πατάω με το που σβήσει η τελευταία νότα στον αέρα, όλα ήταν ίδια. Μάγευση. Δέος. Έκσταση, τελικά.
Σε μια εποχή απόλυτης διαπόμπευσης κάθε πραγματικής αξίας σε κέρδος της σύγχρονης ψευτο-ηθικής , η παρέα από το σμαραγδένιο νησί ήρθε να μου θυμήσει, να με πεισμώσει, να με ορθώσει έκει που πρέπει να στεκόμαστε όσοι όλοι αντιλαμβανόμαστε, σκεφτόμαστε, νιώθουμε, αγαπάμε και μισούμε αληθινά, χαιρόμαστε και πονάμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας. Απέναντι στο ψεύτικο, στο δήθεν, στο πλαστό και φαύλο σήμερα. Κοιτάς γύρω σου τον κόσμο και αναρωτιέσαι, είτε τους αρέσει η μουσική που ακούς εσύ είτε όχι (πράγμα απολύτως σεβαστό και τελικά, αναγκαίο), πόσοι μπορούν να καταλάβουν αυτό που θέλει να πει στον κόσμο; Και, τελικά, πόσοι από αυτούς, είτε έχουν αναγορεύσει τη μουσική σε κάτι τόσο ιερό όπως εσύ είτε όχι (πράγμα ακόμα πιο σεβαστό και αναγκαίο, αλλιώς θα ήταν όλος ο κόσμος σαν έμενα – μαμά μου), έχουν την ικανότητα να σκεφτούν βαθιά, να φιλοσοφήσουν τη ζωή, την κοινωνία και τον κόσμο, να καταλάβουν τον εαυτό τους και τους γύρω τους και να προχωρήσουν τον κόσμο μας κάπου πραγματικά καλύτερα;
Κάπου στο “Empire Falls”, o Nemtheanga κράζει το εξής: “Where is the fighting man? Am I he? You would trade every truth…for hollow victories”. Εκεί πραγματικά στάθηκα, σταμάτησα το μυαλό μου από τη διαδικασία αφομοίωσης της ηχητικής πανδαισίας και έμεινα να σκέφτομαι, ομολογώ άφωνος μπροστά στη διαπίστωση, διαχωρίζοντας για λίγο τον τρόπο με τον οποίο αυτή μου εκφράστηκε. Που είναι ο άνθρωπος που μάχεται; Για τον εαυτό του, για τους γύρω του, για το καλύτερο αύριο, για τα όνειρα τα δικά του και των συνανθρώπων του; Είμαστε άραγε εμείς, που ταμπελώνουμε τα μούτρα μας ως ρομαντικοί της εποχής μας, άξιοι να κουβαλάμε την κληρονομιά, τα άρματα, το όνομα των μαχητών του χθες; Ή χάνεται η φωνή μας σε μια θάλασσα ανάρθρων κραυγών από πραγματικούς βάρβαρους μεταμφιεσμένους ως εκλεπτυσμένοι και πολιτισμένοι στούρνοι; Βάρβαροι, που προτιμούν να θυσιάσουν κάθε όνειρο, κάθε αληθινή επιθυμία και κάθε αλήθεια γενικότερα στο βωμό του εύκολου κέρδους, της εύκολης διασκέδασης (και όχι ψυχαγωγίας), της καλοπέρασης και της εύκολης ζωής εν γένει. Στο όνομα κάθε κούφιας και ασήμαντης προσωρινής νίκης, προτιμούν να συνθηκολογήσουν τον ιερότερο πόλεμο για την πρόοδο των πραγμάτων και των ανθρώπων γύρω τους. Να συνθηκολογήσουν είπα; Μάλλον να αυτομολήσουν εννοούσα. Ο καθένας διαλέγει το στρατόπεδο του, και οι αντίπαλες πλευρές είναι τελικά πολύ πιο ευδιάκριτες από όσο νομίζουμε. Από τη μια αυτοί που νοιάζονται και αποζητούν την πραγματική νίκη στον πόλεμο, δηλαδή τη φιλοσόφηση, τη σκέψη, τη μόρφωση, την αλήθεια, το αναγεννημένο από τις στάχτες του μέλλον. Και από την άλλη, οι προδότες. Διάλεξε που ανήκεις.
Borders swell like the oceans
Nations swept away
In the steel rain
Wounds carved in the earth
The silent hands of genocide
Map the years
Forgotten legacies of dust
People remembered in nothing
But fragments of language
Verses of song
And shards of military rust
The gallows cold hands
Tighten old rope
Young men hang in the fetid breeze
Like rotten fruit
Too ripe for harvest
They have marched us
Through the streets
Heralded our death
Proclaimed our end
And brought us to our knees
A host of the willing few
Is gathered at the Traitors Gates
Demanding their pound of flesh
And their weight in gold
The tyrant
Resurrected as King
Who's Midas touch an Iron Fist
All the world proclaiming
Yesterday's man as Traitor
Yet welcome with open arms
His brother as tomorrows Dictator