Κοίταξα πρώτα κάτω μπροστά μου, οι πλάκες έμοιαζαν να χορταριάζουν μόλις τα παπούτσια μου περνούσαν από πάνω τους. Σήκωσα το κεφάλι μου και ανάσανα βαθιά-παγωμένος αέρας, αυτή η διαβόητη υγρασία, κι εγώ ξένος σε μια ξένη πόλη. Σχεδόν ξένος, σε μια σχεδόν ξένη πόλη. Όσο χρειάζεται για να μην ξέρεις που να ανήκεις πια, και όσο χρειάζεται για να μην αντέχεις και να φύγεις.
Έβαλα τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν μου, σφίχτηκα πάνω στα πλευρά μου για να κρατήσω μακριά όσο κρύο μπορούσα. Στα μέσα του Γενάρη, αυτή η πόλη έκανε-όπως πάντα της-ό,τι μπορούσε για να μου δείξει ότι δε με γουστάρει. Κάθισα σε ένα τσιμεντένιο πεζούλι, μπροστά από τη μεγάλη στρογγυλή εκκλησία, και προσπάθησα να ξεμουδιάσω τις αρθρώσεις μου τεντώνοντας τα πόδια μου. Το πάγωμα δεν έλεγε να φύγει. Ανακάθισα στις πλάκες του πεζόδρομου, ακουμπώντας πια την πλάτη μου στο τοιχάκι. Πέτρινος όσο και αυτό. Κοίταξα φευγαλέα το καμπαναριό πίσω μου και βλαστήμησα όσο πιο άγρια μπορούσα, καταλήγοντας σε έναν σιχαμένο βήχα-γαμώ την τύχη μου, δε φτάνει που σκοτωθήκαμε, πρέπει να αρρωστήσουμε κιόλας;
Έφευγα από αυτή την πόλη χλωμός και χιονισμένος-κι όμως, δεν θα πήγαιναν πάνω από τρεις μέρες που είχα φτάσει, βυθισμένος ολόκληρος σε πυρετό και σε φλόγες άγνωστες εδώ και χρόνια. Περίπου άλλα τόσα χρόνια πρέπει να πέρασαν κι από τη μέρα που έφτασα εδώ-ίσως και περισσότερα. Ήρθα σπέρνοντας αυλάκια από φωτιά πίσω μου, λες και ήμουν ο γαμημένος ο Ghost Rider αυτοπροσώπως, γαμώντας, δέρνοντας, αστακός σωστός, με ύφος, τουπέ και κληρονομικά δικαιώματα στην απαστράπτουσα ψευδαίσθηση του ολόκληρου. Δε θα πήγαιναν πάνω από τρεις μέρες κι όμως, πήγαιναν πολλά χρόνια πριν.
Γύρισα το βλέμμα μου προς το σπίτι της. Το ήξερα ότι εκείνη δε θα κατέβαινε ποτέ ξανά για μένα, το είχα δει στα μάτια της πριν κάποια λεπτά. Το στόμα της κουνιόταν αλλά δεν άκουγα λέξη από όσα έλεγε, και οι δικές μου κουβέντες ερχόντουσαν κατευθείαν από το διάφραγμα μου-χωρίς εγκέφαλο στο ενδιάμεσο. Απλά έπρεπε να πω κάτι για να εξηγήσω το τρελό επιστημονικό παράδοξο του γιατί βρισκόμουν εκεί πέρα. Πώς μπορείς να εξηγήσεις ένα παράδοξο; Τη φίλησα για να σταματήσει να μιλάει-ένιωθα λες και κάποιος βάραγε εκείνα τα γαμημένα πιατίνια που ακούγονται στις παρελάσεις, την ώρα που εγώ προσπαθούσα να κουρδίσω μια ούτως ή άλλως φάλτσα κιθάρα. Προσπάθησα να την κάνω να σκεφτεί μουσική, να καταλάβει ότι βαράει σε τελείως άστοχους ρυθμούς, μη μιλάς, σταμάτα. Τα χείλη της σφίξανε, αν δεν την κράταγε η ντροπή μπορεί και να τραβιόταν εκείνη τη στιγμή. Εκεί που καίγανε αυλάκια από φωτιά, κοίταξα πίσω μου και είχαν μείνει κάτι δειλές και μίζερες γραμμές από στάχτη. Κατάλαβα ότι δε χώραγα καθόλου σε εκείνο το κάδρο, της έδωσα βιαστικά το CD και έφυγα σαν καταιγίδα 10 μποφώρ, πριν προλάβει να σκάσει μύτη με καμιά λεκάνη με νερό και μου γαμήσει τελείως την παρομοίωση.
Ίσως θα έπρεπε να καπνίζω, το έχω σκεφτεί πολλές φορές αυτό για τον εαυτό μου. Ένα τσιγάρο θα ήταν ένας πολύ καλός λόγος να έχω αράξει σε ένα πέτρινο, παγωμένο πεζούλι, βράδυ Δευτέρας στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Οπότε τώρα που δεν έχω έναν τέτοιο πολύ καλό λόγο, ήμουν απλά ένας τύπος πεσμένος πάνω σε ένα πλακόστρωτο. Σκατά, ούτε καν κάποια καλλιτεχνική αξία στην εικόνα, κατιτίς το μοιραίο. Απλή μιζέρια. Έσφιξα ακόμα πιο δυνατά τα χέρια μου πάνω στα πλευρά μου, προσπαθώντας να με κάνω να νιώσω κάτι εκτός από κρύο, λίγο πόνο ίσως. Τίποτα. Όλο μου το σώμα είχε μουδιάσει και άρχισε να μπλαβίζει ανησυχητικά. Σκέφτηκα ότι πριν λίγο δεν την άκουγα να μιλάει, τώρα έπιανα με τα δάχτυλα μου το πρόσωπο μου και δεν μπορούσα να καταλάβω διαφορά από τις πλάκες του δρόμου. Μία μία, οι αισθήσεις μου με εγκατέλειπαν-ίσως να ήταν καλύτερα έτσι.
Η γεύση φάνηκε να αντιστέκεται λίγο παραπάνω. Έκλεισα τα μάτια να την απομονώσω, προσπάθησα να επικεντρωθώ στη γεύση που είχε το στόμα της. Δεν τα κατάφερα για πολλή ώρα-άλλωστε η γεύση που είχε το στόμα της είχε αλλάξει πολύ τις τελευταίες μέρες-χρόνια. Σαν μπύρα που είχε ξεθυμάνει και μείνει στον ήλιο, ένα γαμημένο κάτουρο, αυτό είχε μείνει να θυμίζει τη γεύση της. Πέρασα τη γλώσσα μου στα τοιχώματα από το στόμα-αίμα. Το στόμα μου ήταν γεμάτο αίμα, σαν να είχα κάνει γαργάρα με βίδες. Σκέφτηκα πώς ήταν αρκετά ταιριαστό, κάτουρο πάνω σε πληγές, προσπάθησα να γελάσω και μου γύρισε στον ίδιο σιχαμένο, ασθματικό βήχα, έφτυσα ακριβώς δίπλα μου μια γενναία ποσότητα από αίμα. Δεν είχε νόημα. Η μόνη γεύση που μπορούσα να έχω πια ήταν η γεύση που έχουν τα πράγματα όταν πεθαίνουν.
Έκλεισα τα μάτια και σκέφτηκα εκείνη την ταινία με τον Τζώνυ και το όπλο του. Πώς ακόμα κι όταν όλα τα άλλα αποφασίσουν να σε αφήσουν, το γαμήδι το μυαλό σου θα συνεχίσει να λειτουργεί-είμαι εξαιρετικά σίγουρος ότι το δικό μου είναι το πιο γαμήδι από όλα τα μυαλά αυτού του κόσμου. Ακούμπησα το κεφάλι μου πίσω στο τοιχάκι και θυμήθηκα το μισοσκόταδο στο δωμάτιο της, πόσες ώρες πήγαιναν από τότε που ξύπνησα εκεί; Ξύπνησα με το βλέμμα της καρφωμένο στις κόγχες μου, η παλάμη της να ψάχνει ανάμεσα σε συρματοπλέγματα και ναρκοπέδια για να με βρει, ξύπνησα σε κώμα, αυτό ήταν. Είχα ξυπνήσει από τη ζωή, από αυτό το πράγμα που μέχρι εκείνη την ώρα προσπαθούσε να είναι ζωή και δεν τα κατάφερνε, σε ένα κώμα. Κρυμμένος από όλο τον κόσμο μέσα στο δωμάτιο της, με τα ρούχα μου να αγνοούνται και το επιδαπέδιο φωτιστικό σωριασμένο στο πάτωμα-μπορεί και σπασμένο. Την κράτησα ξαπλωμένη σε εκείνο το κρεβάτι όσο περισσότερο μπορούσα, αμίλητοι, να κοιταζόμαστε, με τα χέρια μας ο ένας στο πρόσωπο του άλλου. Τρέχαμε τα χιλιόμετρα με ματωμένα πόδια και γελάγαμε σαν υστερικοί με τον πόνο μας, ευτυχισμένοι μόνο και μόνο που μπορούσαμε να νιώθουμε το οτιδήποτε και το παραμικρό. Την κράτησα σε εκείνο το κρεβάτι όσο περισσότερο μπορούσα, κρυμμένοι από όλο τον κόσμο και την ίδια στιγμή με όλο τον κόσμο μέσα στα χέρια μας, την κράτησα όσο μπόρεσα και μετά δεν την ξαναείδα ποτέ, λες και την κατάπιε το παλιό πάτωμα όταν σηκώθηκε.
Πάτησα το rewind, έπρεπε να φύγω από το δωμάτιο της, δεν μπορούσα να πεθάνω στο μοναδικό μέρος που είχα νιώσει ζωντανός εδώ και –ποιος ξέρει- πόσο καιρό, έτρεξα την ταινία κάπου αλλού και όπου και να πήγαινα έπεφτα πάνω στο βλέμμα της. Είχα ένα τεράστιο σελιλόιντ μέσα στο κεφάλι μου, μια τεραστίου μήκους μαγνητική ταινία και όπου και να άφηνα την κεφαλή, εμφανίζονταν εκείνα τα κλεμμένα από λεοπάρδαλη μάτια, να ανοίγουν τρύπες στο πίσω μέρος του κρανίου μου. Να με κοιτάζουν κάνοντας κύκλους γύρω μου, αλλάζοντας χρώματα, καλειδοσκοπικά, από καφέ σε πράσινο και πίσω, να θολώνουν πίσω από κανελιά αλκοολούχα διαλύματα, να νετάρουν μέσα σε ημιφωτισμένα μπαράκια και γκρίζες λεωφόρους, να καίνε, να καίνε, να καίνε σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά, να μη βαριούνται, να μη φλυαρούν. Κατάπια λίγο αίμα ακόμα και περίμενα.
Πίστη...έχε πίστη για μένα.
Την έχασα εδώ και καιρό σε ένα μέρος που δε θα έπρεπε να είμαι.
Καρδιά...φύλαξε την καρδιά σου για μένα.
Είναι το μοναδικό μέρος που είχα ποτέ όλα όσα χρειάστηκα.
Περίμενα...τι, αλήθεια; Εκείνη δε θα κατέβαινε ποτέ ξανά για μένα, και κάπου λίγο πιο μακριά μια φίλη με περίμενε να γυρίσω-δεν έπρεπε να γυρίσω κάτι που να με θυμίζει; Αυτό το τελευταίο ήταν το πιο δύσκολο απ’όλα, δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα να με θυμίζει εκείνη τη στιγμή. Ανοιγόκλεισα τα μάτια, πέτυχα κάτι τυχαία σπίτια που δε μου θύμιζαν τίποτα, ξεροκατάπια. Το στόμα μου είχε στεγνώσει, η υγρασία με τρύπαγε μέσα-έξω και με μούλιαζε σαν πατσαβούρι μέσα σε λεκάνη. Η αίσθηση της όρασης με είχε ήδη αφήσει κι αυτή, εδώ και μερικά λεπτά δεν ήξερα τι βλέπω πραγματικά και τι φαντάζομαι, δεν ήξερα πού είμαι, δεν ήξερα τι μπορώ να νιώσω και τι όχι. Σήκωσα στιγμιαία το αριστερό μου χέρι και το βρήκα λερωμένο ψηλά στο μανίκι, λες και κάτι το πιτσίλαγε τόση ώρα. Χοντρές κόκκινες στάλες λέκιαζαν το μπουφάν μου-και όταν έκαναν να στάξουν στο πλακόστρωτο, διαλυόντουσαν μέσα του, σαν να τις απορροφούσε.
Ένα μικρό κυματάκι παγωμένου αέρα έσκασε πάνω στα μούτρα μου. Ο Γενάρης στη Θεσσαλονίκη κατέβαινε από το βουνό με τις μπάντες-και δεν είχε καμία διάθεση να ρωτήσει αν κάποιος χαμουτζής είχε απλώσει την αρίδα του εκεί πέρα, θα κατέβαινε και δεν τον ένοιαζε φράγκο. Έτρεμα σαν το ψάρι πεταμένος πάνω στις πλάκες, αλλά προσπαθούσα να θυμηθώ τη διαφορά με το τρέμουλο που είχα την πρώτη φορά που με φίλησε, που τα γόνατα μου παίζανε κλακέτες κι εγώ ένιωθα 40 βαθμούς θερμοκρασία, έκαιγε λάβα μέσα στις αρτηρίες μου κι εκείνη μου ψιθύριζε «σταμάτα να τρέμεις» γιατί νόμιζε πως κρύωνα κι εγώ της έλεγα «φταις εσύ που τρέμω» και γελούσε-δεν ξέρω αν κατάλαβε ποτέ ότι το εννοούσα. Τώρα είχα πάρει να παγώνω σε νεκρική ακαμψία, λεπτό με το λεπτό σταμάταγε και το τρέμουλο. Πόσες φορές, άραγε, προσευχήθηκα να χαθώ στο δρόμο;
Τι θα κάνουμε όταν σβήσουν τα φώτα;
Χωρίς εκείνη, να μας οδηγήσει στη Zion;
Τι θα κάνουμε όταν τα ποτάμια πλημμυρίσουν;
Εκτός από το να τρέμουμε ασταμάτητα;
Ψηλά είναι ο δρόμος, αλλά τα μάτια μας είναι πάνω στο χώμα.
Κι εσύ είσαι το Φως και ο Δρόμος, που οι άλλοι μόνο θα διαβάσουν γι’αυτά.
Προσεύχομαι μόνο ο ουρανός να ξέρει πότε να σε σηκώσει εκεί πάνω.
...φτάνει τόσο, πρέπει να πας σπίτι.
Είναι καιρός πια, είναι ο καιρός μου πια.
Δώσε μου, δώσε μου τα φτερά μου.
Τσάμπα ξοδεμένος πήγες μαλάκα μου. Μια θάλασσα να υποφέρεις μέσα της, θα υποφέρω μέσα στη θάλασσα της, θα πέφτω από τον ατελείωτο ουρανό της αλλά δε θα κλάψω ποτέ πια ποτέ πια θα περπατήσω μακριά και θα γελάω δυνατά για να τη θυμάμαι πάντοτε και να αναρωτιέμαι γιατί, θα σε θυμάμαι πάντοτε πριν από τα αίματα όσο αντέχουν οι πεθαμένοι να ονειρεύονται θα σε θυμάμαι πες με ό,τι θέλεις αλλά δε θα πεθάνω για κανέναν πια όπως τότε που πίστευα όπως τότε που ήλπιζα ακόμα και που δεν υπήρχε σωστός τρόπος για να αγαπάς και να μισείς, πήγες τσάμπα ξοδεμένος, κι αν βρεθείς ξανά στο δρόμο μου θα υποφέρεις όπως κανένας άλλος άνθρωπος πιο πριν, το κατάλαβες γαμώ τη ζωή μου; Γιατί δεν έχουν εξημερωθεί ακόμα τα τέρατα σ’αυτόν εδώ τον κόσμο, για να τους μιλήσεις για σένα και για εκείνη. Γιατί εκείνη ψάρεψε τον παράδεισο και τον έριξε πίσω στον κόσμο, χωρίς να ξέρει. Και γιατί δε θα πενθήσω για σένα ρε κορόιδο, ποτέ πια, ποτέ πια, ποτέ πια.
Ανακάθισα πάνω στις πλάκες κι εκείνη τη στιγμή κατάλαβα. Έτρεχε αίμα από κάπου χαμηλά στην κοιλιά μου, κάποιο παλιό σκίσιμο που είχε ανοίξει ξανά, ποιος ξέρει. Έσφιξα τα δόντια, προσπάθησα να κρατηθώ ξύπνιος για έστω πέντε λεπτά ακόμα, να αποχαιρετιστούμε-χωρίς να έχουμε τίποτα να πούμε όμως. Πήγε γυρεύοντας και δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα άδικο στο να πεθάνει, σχεδόν όλα ήταν σωστά, σχεδόν έτσι θα συνέβαινε κάποια στιγμή. Πόσες φορές να τον μπάλωνα ακόμα; Και πόσο ακόμα θα τον κουβάλαγα μαζί μου, με βάραινε το καθίκι! Είχε αρχίσει και φαινόταν άσχημα, δεν μπορούσα να τον ράβω κάθε φορά που ξηλωνόταν, έτρεχε μαύρο, ξεραμένο αίμα από τις παλιές ραφές και ήθελε πλύσιμο κάθε τόσο, δεν μπορούσα να το κάνω ο ίδιος, και δεν μπορούσα να βάλω κανέναν άλλο να το κάνει πια. Πίσω από τα κλειστά μάτια μου ήρθε για τελευταία φορά η εικόνα της σαν σκέψη στο παρόν-γιατί θα έμενε κι εκείνη, μοιραία πίσω, μαζί με δαύτον. Χαμογέλασε, μπουκώνοντας λίγο αψέντι από ένα κοντό ποτήρι, μισόκλεισε τα μάτια με εκείνο το ύφος που έκανε την Grace Kelly να πετάει, κλαίγοντας, τις πλαστελίνες της στο πάτωμα του νηπιαγωγείου και με ρώτησε «γιατί δε μένω εδώ». Δεν ήξερα τι να της απαντήσω-ήταν η μοναδική φορά που δεν ήξερα. Αρκέστηκα να της απαντήσω με την ίδια ερώτηση, σαν να ήταν αυτονόητο ότι θα έπρεπε να έχει δίκιο. «Γιατί δε μένω εδώ;»
Δεν την ξαναείδα ζωντανή από τότε.
Άνοιξα τα μάτια μου μετά από ένα ακαθόριστο τμήμα χρόνου. Έβγαλα τα χέρια από τις τσέπες του wannabe δερμάτινου μπουφάν και γύρισα το κεφάλι προς τα πίσω. Έκλεισα το σταυρό της εκκλησίας ανάμεσα σε δείκτη και αντίχειρα και, αφού τον ξήλωσα από τον τρούλο, τον έμπηξα με δύναμη στις πλάκες ανάμεσα από τα πόδια μου. Σηκώθηκα προσεκτικά, μη σπάσω τίποτα από τα φρεσκοβαμμένα και αφού έκανα δύο αφηρημένα, ακαθόριστα βήματα προς την ανηφόρα, γύρισα προς τα πίσω. Δεν ένιωθα κρύο, αν και ήμουν εντελώς γυμνός. Ξαφνικά όμως σκέφτηκα τους μπάτσους και την προσβολή της δημόσιας αιδούς-δεν είχα καμία όρεξη να τη βγάλω νεογέννητος σε κανένα συμπρωτεουσιάνικο κρατητήριο. Γι’αυτό πλησίασα εκείνο το πεσμένο κουφάρι πίσω μου, έσκυψα αργά και του έβγαλα μπουφάν, μπλούζα, παντελόνι και παπούτσια. Τα φόρεσα βιαστικά. Ο αέρας που κατέβαινε από την ανηφόρα δυνάμωνε, το παλικαράκι είχε πάρει να μελανιάζει, τα χείλη του κιτρίνισαν ακαριαία, ήμασταν για να φεύγουμε-έτσι γενικά. Γονάτισα ακουμπώντας στο ένα μου πόδι, τον φίλησα όσο πιο απαλά μπορούσα στο μέτωπο, κι ύστερα σηκώθηκα απότομα και τον κλώτσησα στη μούρη όσο πιο δυνατά με κράταγαν τα πόδια μου. Γύρισα την πλάτη κι έφυγα όσο ακόμα ακουγόταν ο μαλακός γδούπος από το σώμα που σωριαζόταν στον πεζόδρομο, ο σταυρός της εκκλησίας ακόμα φυτεμένος ανάμεσα στα γόνατα του.
Έφτασα στο σπίτι αρκετές ώρες μετά, κοιτάχτηκα πολλές φορές στον καθρέφτη να βεβαιωθώ ότι όντως του έμοιαζα και ότι θα μου άνοιγε. Φαγάμε κάτι στα γρήγορα, χώθηκα στο μπάνιο και ξανακοίταξα τα μούτρα μου. Σπάγανε απροσδιόριστα σε γκριμάτσες πόνου, γιατί χαμηλά εκεί στην κοιλιά μου, είχα πάρει μαζί κι εκείνο το σκίσιμο που έσταζε αίμα, σαν απομνημόνευμα από μάχη, σαν ανάμνηση φυλάκισης. Ξάπλωσα στο κρεβάτι διπλωμένος από τον αφόρητο πόνο, δεν είχα κάνει τίποτα αρκετά καλό ώστε να μπορώ να δικαιούμαι να πεθάνω ξέγνοιαστα-και έτσι ακριβώς έγινε. Μια φίλη καθόταν δίπλα σε εκείνο το κρεβάτι, ο φόβος τεράστιος στα μάτια της, κι εγώ να προσπαθώ να ξεράσω μια πρόταση, να της πω να βρει ένα γαμημένο φτυάρι να με φυτέψει στον κήπο γιατί δεν είμαι εγώ αυτός που γύρισα στο σπίτι της και εκείνη μπερδεύτηκε και μου άνοιξε, ότι εγώ μάλλον δεν υπάρχω πια και ίσως πάλι δεν υπάρξω και ποτέ πια.
Ότι ξεμείναμε ταπί και το αμπαριάσαμε το μαγαζί, δεν πήγαινε η δουλειά έτσι, τα αφήσαμε όλα σύξυλα, όνειρα και πραγματικότητες, μισοτελειωμένα και ρημάδια, μήπως και μπορέσουμε να μην τα κουβαλάμε μέσα σε όλη την πλαστικούρα και φαινόμαστε παράταιροι μέσα στη φυλακή, μήπως μπορέσουμε να τη δούμε λίγο αλλιώς, πουλιά πάνω στο σύρμα και πλιάτσικο στη ζωή, ό,τι πάρουμε δικέ μου, μήπως μπορέσουμε να σταματήσουμε τον ήλιο πια, τις σκέψεις μας πια, μήπως ηρεμήσουμε πια, γαμώ τη ζωή μου.
Ότι με άφησα να σαπίσω σε εκείνο τον πεζόδρομο και τώρα την έχω πέσει κάπου αλλού, κάπως αλλιώς. Με κάτι παλιά σκισίματα να ανοίγουν κάτι αδέσποτα βράδια και να με τσακίζουν σαν καλαμάκι-ανάμνηση περασμένης ζωής, όνειρα-χαρακιές, σκουλαρίκια με εξώφυλλα δίσκων και κόκκινα φώτα. Δεν κατάφερα να της πω τίποτα από όλα αυτά-τότε. Μου έκλεισε τα μάτια-για να κοιμηθώ, είπε. Και με άφησε ξένο, μέσα σε έναν ξένο γαμημένο άνθρωπο.
Καλό ψόφο και καλή ζωή, μούλε.