Κέντρο της πόλης. Αργά το απόγευμα. Κατεβαίνω τη Θεμιστοκλέους κι ο διάβολος γυρίζει γύρω μου σβούρες, οι πλάκες του πεζοδρομίου χορταριάζουν από κάτι μαύρα, ξερακιανά φυτά που τυλίγονται στα πόδια μου σφιχτά σαν συρματόπλεγμα. Αναπνέω πηχτό, βρώμικο αέρα όσο περπατάω και νιώθω ότι λαχανιάζει το μυαλό μου, όσο προσπαθεί να διώξει τις σκέψεις μακριά. Outnumbered, outgunned. Κανένα στενό σοκάκι δε μου κάνει χάρες πια. Με δίνουν στεγνά.
Έρχεσαι σπάνια πια.
Αλλά με σκοτώνεις, κάθε φορά.
Περπατάω για μια αιωνιότητα θαρρείς, κι εκείνο το κορίτσι μπροστά...Έχει κάτι που σε θυμίζει που να πάρει ο διάολος. Περπατάει διαφορετικά από εσένα και τα μαλλιά της είναι λίγο πιο ξανθά και είμαι σίγουρος. Κι όμως το ξέρω ότι θα τρέξω να δω το πρόσωπο της, υποκρινόμενος ότι μπορεί να είσαι εσύ. Και να άλλαξες το πως περπατάς, όπως εγώ άλλαξα τον τρόπο που χαιρετάω, προσπαθώντας να αφήσω πίσω πράγματα. Το ξέρω πως αυτή η κοπέλα δεν θα είσαι εσύ. Κι όμως θα τρέξω.
Θα τρέξω προσπαθώντας να αναπνεύσω.
Για να εισπνεύσω το κενό, κάθε φορά.
Και μελανιάζω προσπαθώντας, καταφέρνοντας μόνο κάτι κοφτές αναπνοές μέσα από την πλαστική σακούλα της ζωής, με μάτια γουρλωμένα να κοιτάνε τον κόσμο μέσα από το διαφανές υλικό. Για να μένω όσο χρειάζεται ζωντανός, για να συνεχίσω να βλέπω. Να περπατάω μέσα στο μετρό, κοιτώντας το παρελθόν στα μάτια, αφήνοντας τα τρένα να περνούν. Θυμάσαι; Θυμάσαι.
Δε θυμάμαι πια πως αναπνέουν.
Δε θέλω να θυμάμαι πια πως αναπνέουν.
Επιβίωση αντί για ζωή.
Ασφυξία αντί για αναπνοή.
Όμως αυτό δε θέλω να το ξέρεις.
Έρχεσαι σπάνια πια.
Αλλά με σκοτώνεις, κάθε φορά.
Περπατάω για μια αιωνιότητα θαρρείς, κι εκείνο το κορίτσι μπροστά...Έχει κάτι που σε θυμίζει που να πάρει ο διάολος. Περπατάει διαφορετικά από εσένα και τα μαλλιά της είναι λίγο πιο ξανθά και είμαι σίγουρος. Κι όμως το ξέρω ότι θα τρέξω να δω το πρόσωπο της, υποκρινόμενος ότι μπορεί να είσαι εσύ. Και να άλλαξες το πως περπατάς, όπως εγώ άλλαξα τον τρόπο που χαιρετάω, προσπαθώντας να αφήσω πίσω πράγματα. Το ξέρω πως αυτή η κοπέλα δεν θα είσαι εσύ. Κι όμως θα τρέξω.
Θα τρέξω προσπαθώντας να αναπνεύσω.
Για να εισπνεύσω το κενό, κάθε φορά.
Και μελανιάζω προσπαθώντας, καταφέρνοντας μόνο κάτι κοφτές αναπνοές μέσα από την πλαστική σακούλα της ζωής, με μάτια γουρλωμένα να κοιτάνε τον κόσμο μέσα από το διαφανές υλικό. Για να μένω όσο χρειάζεται ζωντανός, για να συνεχίσω να βλέπω. Να περπατάω μέσα στο μετρό, κοιτώντας το παρελθόν στα μάτια, αφήνοντας τα τρένα να περνούν. Θυμάσαι; Θυμάσαι.
Δε θυμάμαι πια πως αναπνέουν.
Δε θέλω να θυμάμαι πια πως αναπνέουν.
Επιβίωση αντί για ζωή.
Ασφυξία αντί για αναπνοή.
Όμως αυτό δε θέλω να το ξέρεις.