Tuesday, November 18, 2008

Αρματωμένοι Άγγελοι και Λυσσασμένα Σκυλιά


Απέναντι μου κρέμεται το πολυαγαπημένο μαύρο μπουφάν. Το στενό, "χτιστό" μπουφάν-πανοπλία, η διεπαφή του μέσα μου με τον έξω κόσμο, δυο μέτρα μαύρο ύφασμα και λίγο μέταλλο. Ξημερώνει 18 Νοέμβρη, η μέρα που φεύγει, οι μέρες που έρχονται, οι διαβόλοι χορεύουν μέσα μου, οι άγγελοι ξυπνάνε γύρω μου, διαβρωμένοι, έρποντες, αρματωμένοι στις δικές τους πανοπλίες, ξεκινούν άλλη μια μέρα για το πλιάτσικο, τους ακούς να οπλίζουν.

Ξέρεις όμως τι παίζει σύντροφε; Η δικιά μου η πανοπλία είναι ένα γαμημένο μπουφάν, κι από μέσα τραβάω πιστόλια τα χέρια μου, οπλισμένα στο μυαλό μου αλλά όχι για πλιάτσικο, ό,τι πάρω θα το πληρώσω κι αν δεν έχω έλα να με δείρεις μαγαζάτορα. Αυτοί έχουν αρματώσει το μυαλό τους με σίδερα κι ούτε ο διάολος δεν ξέρει τι σιδερικό θα τραβήξουν από εκεί μέσα. Σου είχα πει πως αν πιστεύεις σε άγγελους μάλλον δε χωράς εδώ, όχι πως δεν είσαι ευπρόσδεκτος αλλά μάλλον δε θα θέλεις να είσαι εδώ γύρω. Σαν πάνοπλα φίδια του φωτός μας κοιτάνε με απέχθεια, εμάς τους διαβόλους, τα σκυλιά που δεν πρόκειται όμως να σταματήσουμε πριν ψάξουμε ό,τι σκουπίδι βρεθεί στο διάβα μας για να βρούμε όνειρα, αγάπες, ελευθερίες και όλα αυτά τα ομορφούλια που μάθατε στο σχολείο. Συν τα άλλα που δε μάθατε, μίση, πάθη, εξαρτήσεις, ξέρουν οι άγγελοι τι σας μαθαίνουν. Αυτά τα άλλα είναι που πονάνε, που καίνε, που σε βγάζουν στο δρόμο και σε λυσσάνε, γιατί τα καλά σκυλάκια κάθονται στον καναπέ των αγγέλων, τα λυσσασμένα όμως είναι πάντα έξω.

Σε έχει δαγκώσει λυσσασμένο σκυλί, σύντροφε; Ή κάθεσαι στον καναπέ σου και κοιτάς τη ζωή από την κλειδαρότρυπα; Αρματωμένος στην αρματωσιά αλλουνού, τσάμπα μάγκας και λαγόκοτα σε όλη σου τη ζωή; Πιάσε τον ταύρο από τα κέρατα, έτσι δε σου είπαν για να συνεχίζεις; Δε σε έπεισαν πως ζεις, όταν κατάλαβες πως απλά επιβιώνεις; Όχι, δε θα σε μάθω εγώ να ζεις, τι λες τώρα. Όρεξη είχα, άντε γαμήσου (ευχή όπως θα γνωρίζεις) και μάθε μόνος σου. Απλά να ξέρεις που ανήκεις, για να ξέρω που να δαγκώσω. Μπα.

Χα, μαλάκα μου, ξέρεις από λύσσα; Σιγά μην κάνω πρόγραμμα ποιον θα μουντάρω. Mπουφάν και έφυγα, με περιμένει η υπόλοιπη αγέλη.

Saturday, November 15, 2008

Το σμαραγδένιο φίδι

Έχοντας πιει όχι μόνο ποτά, έχοντας μείνει μόνος μαζί με κάτι σκοτεινό, ποτέ δεν άνοιξα το ντουλάπι που τόσο λαχταρούσα αλλά ήξερα πως είναι εκεί, δήλωνε την παρουσία του είτε ακόμα και την απουσία του με τρόπο πομπώδη ποιητικό που δε σου άφηνε και πολλά περιθώρια. Νιώθω εκείνο το πράγμα που μόνο σε γεμάτο κρεβάτι το νιώθεις αλλά είσαι στην άκρη του σαν πληγωμένο ζώο, έχεις δίπλα το κενό και από την άλλη αυτό που φοβάσαι.

Εκείνο το ψιλόβροχο τι θέλει και πιάνει τέτοιες ώρες καταραμένες, ποιητικές. Βγαίνεις έξω με τα χέρια σε στάση που θυμίζουν ετοιμότητα και αφήνεις το κρύο να μπει μέσα σου, μόνο και μόνο για να μυρίσεις αυτό που σε ξεπλένει.

Ένα μεγάλο πράσινο σμαραγδί φίδι έτοιμο σε θέση μάχης. Τα λέπια του διαγράφονται έντονα και απειλητικά, το μάτι του σε μαύρο φόντο, κατακόκκινο πολύγωνο που στριφογύριζε και σε έπαιρνε σε ένα ταξίδι με γυρισμό αλλά ποτέ μα ποτέ δε θα θυμάσαι την αρχή ούτε και το τέλος σαν αιώνια φυλακή της χαράς.

Μία γλυκιά κουρασμένη γυναικεία φωνή, αγουροξυπνημένη με ρωτά τι κάνω, δίχως να το θέλει έτσι αυθόρμητα δικαιολογείται ότι δεν κοιμόταν. Τελικά υπάρχει περίπτωση να ανοίξεις και το διπλανό ντουλάπι να την ξαπλώσεις δίπλα στο άλλο έτσι για σπάσιμο, γιατί απλά μπόρεσες. Έτσι αλλιώτικα, ποιητικά...