“Motor window wind, I could do with some fresh air…Can't breathe too well”
Δε γινόταν να οδηγήσει άλλο. Έπρεπε να σταματήσει λίγο κάπου, πριν η κατάσταση επιδεινωθεί περισσότερο και τα πράγματα γίνουν επικίνδυνα. Έκανε δεξιά σε ένα parking της Εθνικής, από αυτά που κανείς δεν κατάλαβε ποτέ τι χρησιμότητα έχουν εκτός από το κατούρημα αν είσαι νταλικέρης. Μηχανή ανοιχτή, τα φώτα στο πουθενά. Ούτως ή άλλως, παντού ήταν πουθενά. Κάπου έιχε ξεκινήσει να πάει, αλλά αυτή τη στιγμή δεν είχε καμιά σημασία πλέον.
Ψευδαίσθηση μυρωδιάς βροχής. Εδώ πέρα δε βρέχει. Πια.
Ψευδαίσθηση βλέμματος προς τον έναστρο ουρανό. Εδώ δεν ξαστερώνει. Πια.
“Lighting up a smoke, I’ve got this feeling inside me…Don’t feel too good…”
Δε θυμόταν να κάπνιζε ποτέ. Συνήθως όμως, οι άνθρωποι λένε «σταμάτησε να κάνει τσιγάρο». Αυτός τι θα έλεγε; Σταμάτησα να έρθω στα συγκαλά μου; ‘Η έκανε τσιγάρο νοερά;
«Ει, προφανώς δεν είσαι στα συγκαλά σου, αφού δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω για να χρειαστεί να δικαιολογηθείς.»
«Υπάρχεις εσύ.»
«Ναι αλλά εγώ και ξέρω τι σκέφτεσαι, και δεν είσαι καν σίγουρος ότι υπάρχω.»
«Αφού σου μιλάω.»
Ακούμπησε πάνω στο αυτοκίνητο κοιτώντας προς τα κάπου. Τα δυό μάτια κοίταζαν στο άπειρο, και το τρίτο στο χάος. Ενδοσκόπηση σε ένα parking Εθνικής, oh dear, πόσο μπροστά.
«Πρέπει να θυμηθώ που είχα ξεκινήσει να πάω», είπε, σχεδόν φωναχτά, σε ρυθμό υπαγόρευσης. «Αλλά δε θυμάμαι καν από που ξεκίνησα.»
“At the age of sixteen, I grew out of hope…I regarded the cosmos through a circular rope…”
Κοίταξε πίσω του, τίποτα. Καμία ανάμνηση κανενός δρόμου, κανενός ορίζοντα, καμιάς πλανεύτρας πόλης στο βάθος. Η Ιθάκη, Ατλαντίδα. Ασυναίσθητα ψηλάφισε το κυκλικό φίδι στην πλάτη του. «Για αυτούς που οι πράξεις τους θα γίνουν τραγούδι, και για αυτούς που το βλέμμα τους θα φωτίζει τους ουρανούς, με μία και μονάδικη φλεγόμενη ματιά», είπε το φίδι.
Αν δεν μπορούσε να φωτίσει το μυαλό του και να βρει μια άκρη, πως περίμενε να φωτίσει ουρανούς; Κι αν τα τραγούδια γινόντουσαν, σαν déjà vu, ζωή, πως περίμενε να γραφτούν στίχοι για τις χαρακιές του πάνω στο χρόνο;
“If I close my eyes, and fall asleep in this layby…Would it all subside? The fever pushing the day by…”
Αυτό το ταξίδι έμοιαζε πια με κινητή εξορία. «Πραγματικότητα είναι αυτό που δεν παύει να υπάρχει όταν κλείσεις τα μάτια», σκέφτηκε. «Δεν ξέρω που είμαι, αλλά κάπου είμαι. Δεν πέθανα, αφού ακόμα σκέφτομαι.»
«Δεν πέθανες, αφού μου μιλάς.»
«Δε μίλησα σ’εσένα, στον εαυτό μου μιλάω.»
«Το ίδιο κάνει, ρε ηλίθιε.»
Πίσω δεν έβλεπε κάτι γνώριμο. Μπροστά τα φώτα της Εθνικής σβηστά. Που ήταν το πίσω και που το μπροστά; Εκεί που τυχαία, επέλεξε να κοιτάζουν τα φώτα του αυτοκινήτου; ‘Η προς τα εκεί που πήγαινε, πριν σταματήσει στο parking; «Δεν έχει σημασία πλέον. Πάρε βαθιά ανάσα και ίσως στην επόμενη στάση θυμηθείς.»