παραμένεις μια ζωή στην αλητεία
μ' ένα σκύλο που γαβγίζει όποιον περάσει
αυτό είναι το τίποτα, κι εκεί του λεωφορείου η στάση"
Σάββατο νύχτα είναι η ώρα που όλη η ελπίδα έχει τελειώσει, ξημερώνει η καταραμένη μέρα και το βράδυ έχει σφυρίξει για τη λήξη, είναι η ώρα που πάντα μένεις μόνος. Κι αναρωτιέσαι, τι γαμημένος ήλιος πάει να σηκωθεί. Από τότε που η Κυριακή σήμαινε διάβασμα για το σχολείο-φυσικά τελευταία στιγμή. Από τότε, πιο παλιά ακόμα, που εκείνος ο μαλάκας έκατσε να ξεκουραστεί κι άφησε τον κόσμο σε τέτοιο χάλι-ο τεμπελχανάς. Εφήυραμε το ποδόσφαιρο για να γλυκάνουμε την κατάρα και λίγα καταφέραμε. Πως ξορκίζεται μια Κυριακή;
" Σαν μια ιστορία όπου κι οι δυο είμαστε χαμένοι
χαμένοι στο διάστημα, μα ποτέ χωρισμένοι
τυλιγμένοι κι οι δυο στο δικό μου παλτό
μέχρι το σπίτι σου, κι εκεί σ' ένα στρώμα διπλό "
Το ξημέρωμα της Κυριακής έζεχνε πάντα μοναξιά, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να αναπνέει. Άλλοτε ήταν φυσική-πεζοδρόμια στραβώνανε κάτω από τα παπούτσια μου, δρόμοι κάτω από τις ρόδες μου και με περίμενε ένα σπίτι που πάντα περιφρονούσα, πάντα ήθελα να με βγάλει η ρότα κάπου αλλού. Τελικά πήγαινα σπίτι μου, κρύβοντας την όμως στο μπουφάν μου για να μην κρυώνει. Και για να μην τη χαλάσει ο βρώμικος αέρας. Κι άλλοτε, χειρότερα, με κόσμο πολύ και νταβαντούρι, σκότωνα για ένα ποτήρι καθαρό αέρα, μια κατραπακιά από τη θάλασσα ενώ πνιγόμουν σε μια έρημο. Κι όλοι γύρω, ένας προς έναν, γελούσαν σαν αντικατοπτρισμοί.
Μια Κυριακή μονάχη της τα άλλαξε όλα. Σαν προφητεία μου έμοιασε και κράτησε πέντε μέρες, κι ήταν σε χώρα μακρινή, με παιδικά παιχνίδια και γέλια δίχως τέλος. Μου 'πε "μη με μισείς" κι όμως τη μίσησα θανάσιμα όταν ξημέρωσε Τετάρτη. Μα σαν κοίταξα το όνειρο, είχε γίνει γραμμές πάνω στο χέρι μου, κι ερωτεύτηκα εκείνη την Κυριακή που θα ξανάρθει, θα 'ναι σαν φιλί στο δροσερό αέρα, θα γίνει θάλασσα να αφήσει την ψυχή της ελεύθερη, θα έχει το χαμόγελο της θάλασσας.
" Έι, σε σένα μιλάω
έλα να φύγουμε μαζί γιατί είναι Κυριακή πρωί
Κυριακή πρωί, Κυριακή πρωί... "
χαμένοι στο διάστημα, μα ποτέ χωρισμένοι
τυλιγμένοι κι οι δυο στο δικό μου παλτό
μέχρι το σπίτι σου, κι εκεί σ' ένα στρώμα διπλό "
Το ξημέρωμα της Κυριακής έζεχνε πάντα μοναξιά, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να αναπνέει. Άλλοτε ήταν φυσική-πεζοδρόμια στραβώνανε κάτω από τα παπούτσια μου, δρόμοι κάτω από τις ρόδες μου και με περίμενε ένα σπίτι που πάντα περιφρονούσα, πάντα ήθελα να με βγάλει η ρότα κάπου αλλού. Τελικά πήγαινα σπίτι μου, κρύβοντας την όμως στο μπουφάν μου για να μην κρυώνει. Και για να μην τη χαλάσει ο βρώμικος αέρας. Κι άλλοτε, χειρότερα, με κόσμο πολύ και νταβαντούρι, σκότωνα για ένα ποτήρι καθαρό αέρα, μια κατραπακιά από τη θάλασσα ενώ πνιγόμουν σε μια έρημο. Κι όλοι γύρω, ένας προς έναν, γελούσαν σαν αντικατοπτρισμοί.
Μια Κυριακή μονάχη της τα άλλαξε όλα. Σαν προφητεία μου έμοιασε και κράτησε πέντε μέρες, κι ήταν σε χώρα μακρινή, με παιδικά παιχνίδια και γέλια δίχως τέλος. Μου 'πε "μη με μισείς" κι όμως τη μίσησα θανάσιμα όταν ξημέρωσε Τετάρτη. Μα σαν κοίταξα το όνειρο, είχε γίνει γραμμές πάνω στο χέρι μου, κι ερωτεύτηκα εκείνη την Κυριακή που θα ξανάρθει, θα 'ναι σαν φιλί στο δροσερό αέρα, θα γίνει θάλασσα να αφήσει την ψυχή της ελεύθερη, θα έχει το χαμόγελο της θάλασσας.
" Έι, σε σένα μιλάω
έλα να φύγουμε μαζί γιατί είναι Κυριακή πρωί
Κυριακή πρωί, Κυριακή πρωί... "
No comments:
Post a Comment