Κάτι γυαλίζει, είναι και κάπως θολό, μοιάζει με κέρμα στον πάτο μιας τουαλέτας. Μακρυά στριφογυριστή σιδερένια σκάλα με ξύλινα σκαλοπάτια. Την κατεβήκαμε αμέσως, ίσως να φταίει ότι θέλαμε να ξεράσουμε, στο ανέβασμα παγώσαμε, κοιταζόμασταν πολύ ώρα. Δε σταμάτησε ο χρόνος όχι δε θα μας το έκανε ποτέ το χατήρι, μάλλον σταματήσαμε εμείς.
Μέσα στα μακρυά χοντρά του δάχτυλα στρίμωξε το άσπρο τσιγάρο. Η κίνηση να τινάξει με τον αντίχειρα το τσιγάρο για να πέσει η στάχτη μάλλον ήταν αδύνατη για αυτόν, έτσι κουνούσε άτσαλα ολόκληρο το χέρι. Δε μίλαγε πολύ και γιατί να το κάνει άλλωστε, ήταν με το χειρότερο τυχαίο άνθρωπο κοντά του, εμένα. Το έπαιζα φωνή της συνείδησης , με ειρωνικό τρόπο έκρυβα τα κομμένα μας πόδια.
-Όλα άρχισαν όταν αυτός ο κρετίνος ο χατζηγιάννης τραγούδησε το χέρια ψηλά.
Μεγαλώσαμε στο μετέωρο βήμα της γειτονιάς πάνω στο λεπτό σημείο στο οποίο η γειτονιά από δοχείο παιδικού ιδρώτα έγινε δοχείο παιδικού σπέρματος.
-Τα γαμήσανε όλα σου λέω, μας φυτέψανε πλέον εκεί που δε μας σπέρνουν. Τα μυαλά στα κιγκλιδώματα του ορατού εχθρού, ναι ρε συ εγώ μπορώ και τον βλέπω, τον γλύφω καθημερινά έτσι με μάθανε.
-Ρε νούφαρο δεν πρέπει να είμαστε αυτό που μας μάθανε.
-Και τι να είμαστε ρε νούφαρο;
-Αυτό που δε θέλανε να μας μάθουνε.
-Είδες όταν μιλάς που και που λες και κανά χαριτωμένο.
-Να σου πω κι άλλο ένα;
-Με τρόπο έτσι...
-Πάμε να ξεράσουμε.
“Την κατεβήκαμε αμέσως, ίσως να φταίει ότι θέλαμε να ξεράσουμε”
-Λοιπόν θα ρίξουμε το τελευταίο κέρμα στην τσέπη μου, κορώνα μπαίνουμε σε ένα βανάκι και την κάνουμε για όπου γουστάρεις, γράμματα μένουμε βιδωμένοι εδώ.
“Κάτι γυαλίζει, είναι και κάπως θολό, μοιάζει με κέρμα στον πάτο μιας τουαλέτας.”
No comments:
Post a Comment