Friday, March 6, 2009

Παγωμένη μέρα στην κόλαση

Είναι μερικές μέρες τώρα που ξυπνάω το πρωΐ και σηκώνομαι από το κρεβάτι με το αριστερό, που σημαίνει με φοβερά νεύρα και διάθεση μηδέν. Στην πορεία στρώνω, το επόμενο πρωΐ πάλι το ίδιο και ούτω καφετζής. Άκου πως έγινε εκείνη τη μέρα, είχα αποφασίσει από πριν ότι θα ήταν έτσι, γιατί είχα αποφασίσει να χτυπήσω την πόρτα του διαβόλου εκείνη τη μέρα-κι ως γνωστόν, κάποια στιγμη θα σου ανοίξει. Μάζεψα έναν μπόγο ψυχραιμίας και μπήκα στο αμάξι, ακαφέδιαστος και να κρυώνω, το χάλι μου το μαύρο. Προσπάθησα να καλμάρω, πέταξα ένα τσαμπουκαλεμένο CD στη σχισμή κι έφυγα να μαζώξω τον κολλητό. Δεν πάνε ποτέ στο διάολο χωρίς παρέα, έτσι δεν είναι; Τι θα μπορούσε να συμβεί; Μια βόλτα από το σχολείο μας θα πηγαίναμε, φάση νοσταλγία κι έτσι, μετά τέσσερα έτη, που ήταν το περίεργο; Πουθενά δεν ήταν το περίεργο. Σχεδόν πουθενά δεν ήταν.

Είμαι στημένος έξω από την πόρτα και ψάχνω δέκα δικαιολογίες να μην μπω, την ίδια στιγμή που καίγομαι και θέλω να τρέξω μέσα. Φοβάμαι, έτσι το λένε. Φοβάμαι αλλά ξύνομαι, σκυλί με γατίσια ψυχή που ετοιμάζεται να φαγωθεί από την περιέργεια, αυτό είμαι. Λίγο καλύτερος από μαζοχιστή Εβραίο στην πύλη του Νταχάου, κάτι πολύ άρρωστο τελοσπάντων, κάτι τέτοιο είμαι. Χτύπα το γαμημένο το κουδούνι, μπορεί και να τη γλιτώσουμε.

Αυτό το μέρος είναι παράξενο, αντηχεί πολύ γέλιο και πολύ κλάμα, πολύ χαβαλέ και τεράστια μανίκια, πολλά άγαρμπα, ασουλούπωτα, ωμά, άγουρα συναισθήματα. Είναι νοσταλγικά, δεν το αρνούμαι, κι είμαι μαζί με φίλους που υπήρξαν κι έζησαν κι αυτοί εδώ και ξέρουν, όλοι εμπνεόμαστε από το μέρος, όλοι γίναμε άντρες και γυναίκες σ'αυτό το μέρος. Κι ο χρόνος κυλά. Σύμπτωση της κολάσεως που ζούμε όλοι, κυλά με το μέρος μου. Κυλά με πολλά χαμόγελα του κώλου από κόσμο που δε μας νοιάζει και με λίγα που μετράνε, όλοι ξέρουν ποιος ήρθε για ποιον εδώ μέσα, έτσι ήταν από καταβολής κόσμου νομίζω. Είμαι δυο βήματα από τη σωτηρία, ή από την κατάρα του μετά, αλλα σταθερά δυο βήματα που τραμπαλίζομαι να κάνω.

Πίπες ρε νιόκο, το ήξερες από την αρχή και άσε τα σαπισμένα.

Γιατί πριν προλάβεις να τραυλίσεις "ω γαμώτο" είναι πάνω σου και σε φιλάει, σταυρωτά, σα μάνα. Τρόμαξες να τη γνωρίσεις για λίγο, τόσο λίγο όσο μια βόλτα από εδώ στην αιωνιότητα, τώρα είσαι δεκάξι χρονών και μόνο το χαμόγελο της έχει νόημα, μεγάλωσε ή ιδέα σου είναι; Εσύ μεγάλωσες καθόλου;

Κρατάω με την πλάτη τον τοίχο κι εκείνος εμένα, πέντε βήματα απέναντι της. Κι είμαι κούφιος, ένα κέλυφος ξαναγεμισμένο με παρελθόν βρώμικο και αγνό, σιχαμένο και άγιο, ξαναγεμισμένος με τα πάντα και με το τίποτα. Τα δάχτυλα μου παγώνουν και η κόλαση γύρω μου φλέγεται όταν σηκώνει το βλέμμα, για λίγο, για τώρα, για πάντοτε. Μόνο το βαρύ μπουφάν με κρατάει όρθιο, γιατί από μέσα είμαι σκιάχτρο, ούτε Mister Fixit ούτε άντρας ολόκληρος, αλλά παιδί, ερωτευμένο, πεθαμένο κι αφημένο εκεί πέρα, σ'εκείνο το γραφείο, απέναντι από αυτό το βλέμμα. Γιατί κάθε φορά που σηκώνει το βλέμμα της εγώ δεν είμαι πια εκεί. Το δωμάτιο ζαρώνει γύρω μας και δημιουργείται χρονικό παράδοξο, δυο παράλληλες τέμνονται κι εγώ δεν έχω θέση πια εδώ, ούτε σε αυτό το μέρος ούτε σε αυτά τα μάτια και τότε τι κάνω εδώ;

Φεύγω. 'Εχω φύγει απο χρόνια.

1 comment:

Puppet_Master said...

kinigh fadasmatwn, goustarw
tha zostw me fisiklikia k tha parw ta sxolia...book me in