Ο ουρανός εκκενώνει, τα σύννεφα τεράστια πηνία, όλος ο κόσμος μια μεγάλη γεννήτρια. Ηλεκτρικός ουρανός, ηλεκτρισμένος κόσμος.
Ο αέρας σφυρίζει γύρω μου, με σηκώνει, με χτυπάει, δεν του αντιστέκομαι. Ο αέρας εδώ πέρα είναι πάντα διαφορετικός. Πόδια που σφίγγονται μέσα σε πάνινα παπούτσια, παπούτσια που περπατούν πάνω σε γνώριμα πεζοδρόμια. Δε νομίζω πως θα μπορούσα να ζήσω πουθενά αλλού. Αυτοί οι δρόμοι είναι τόσο βρώμικοι όσο και το μυαλό μου, γεμάτοι ψυχώσεις και αρρώστιες ανείπωτες, αυτή η πόλη είναι δικιά μου και κάτι νύχτες σαν και τούτη είμαι βέβαιος πως μου μιλάει. Με θυμάται, με γνωρίζει, με καλωσορίζει πίσω. Στάλες βροχής στο πρόσωπο μου που φωνάζουν, κάνε κουράγιο και θα περάσει ο χειμώνας, το ξέρει κι εκείνη πως δεν της πάει αυτή η ρημάδα εποχή. Εισπνέω-πουθενά αλλού στον κόσμο δε θα μπορούσα να έχω γεννηθεί.
Ο θάνατος γελάει σε κάθε της γωνία, κάθε στιγμή μπορείς να πεθάνεις, κι έτσι ξέρεις πως να ζεις-αν φυσικά έκανες τον κόπο να ξέρεις ΠΟΥ ζεις. Θυμάμαι να περπατάω από τη μια πλευρά της πόλης στην άλλη, μια νύχτα του Γενάρη-ή Φλεβάρη; Είναι σαν παλιά ταινία από κάποια άλλη γη, κρατά για ώρες. Όλες οι μνήμες στο ξερό μου φτιάχνουν την πόλη μου, την πόλη-καταφύγιο κι εγώ πλέω εκεί, κάπου ανάμεσα στην ηδονή και το φόβο. Όλα όσα έχω ζήσει και θα ζήσω, όλα όσα με έκαναν να πεθάνω και να πεθαίνω, νεκρά παγκάκια και ζωντανοί τοίχοι, γέφυρες που τραγουδούν και παραλίες που ουρλιάζουν, είναι σχιζοφρένεια αυτή η σχέση που έχω μαζί της-όμως, ναι, δεν είναι θάνατος αλλά ζωή. Τα φώτα του δρόμου με ξέρουν, ανάβουν τις ώρες που κυκλοφορώ μόνο εγώ, τις ώρες που ό,τι πιάνει το μάτι σου μου ανήκει-πριν το πρωΐ τα δανείσω σε αυτούς που δεν τα αγαπούν, μα τα συνήθισαν. Εγώ τα αγάπησα γιατί τα στερήθηκα κι εκείνη το ξέρει, πετάει φιλιά στον αέρα, απαλά σαν περιστέρια και ηλεκτρισμένα σαν τεντωμένα σύρματα και με φωνάζει πίσω, τον άσωτο. Ανάβει ολόκληρη και λάμπει όταν γυρίζω.
Έχει έναν τρόπο να θυμάται ακόμα κι όταν εσύ ξεχνάς, να σου φτύνει πίσω τα σημάδια σου ακόμα κι όταν εσύ τα λησμονείς, ένα τεράστιο γύρισμα η ζωή σου στις μπομπίνες αυτής της πόλης. Σύνταγμα, Ηλιούπολη, γωνία Θησέως και Σπάρτης, πύλη του Αδριανού, Διονυσίου Αρεοπαγίτου, παραλία Ελληνικού, πίστα καρτ, Βούλα, Γλυφάδα, πλατεία Εξαρχείων, Δερβενίων, Ακροπόλεως, Ζέα, πλατεία Εσπερίδων, είμαι παντού, μικρά μικρά κομμάτια σαν παζλ στον αέρα διαλύομαι ολούθε για να με ψάχνω κάθε λεπτό, να ζήσω πριν να πεθάνω, να καώ πριν με κάψουν στο κουτί, να φεύγω για να γυρίζω πάντα, εδώ, εκεί, παντού, στο δρόμο και στη θάλασσα, στο μετρό-μ'ακούς; Είναι δικά μας. Μόνο εδώ θα μπορούσα να ζήσω, μόνο μαζί της θα μπορούσα να ζήσω.
Έβδομη τέχνη χωρίς κάμερες, με σκηνικά την πόλη-καταφύγιο.