Thursday, November 12, 2009

Μάθημα Ανατομίας



Εκείνο το βράδυ λοιπόν, καβάλησε την ασημένια Porsche Spider και ξεχύθηκε στον αυτοκινητόδρομο με 100 μίλια την ώρα. Ώσπου σε μια στροφή πάνω, την τσάκισε πάνω σε ένα άλλο αυτοκίνητο, και το κεφάλι του χωρίστηκε από το σώμα του.

-Που πας;
-Κάπου, έτσι...γενικά, να την πέσω.
-Τι γίνεται επάνω;
-Επάνω; Τι γίνεται επάνω; 'Ντάξει, όλα καλά επάνω.
-Κοίτα...κοίτα, αν θες να κοιμηθούμε μαζί, 'ντάξει.
-Ξέρεις κάτι; Δε μ'αρέσει έτσι.
-Και πως το περίμενες δηλαδή;
-Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Κάπως αλλιώς. Πάντως όχι έτσι. Πάω μια βόλτα στο δρόμο.
...Τουλάχιστον αν όλα αυτά δε γίνονται από φόβο, ή από ανία...ή από συναδελφική διάθεση...Μ'αγαπάς λίγο;
-Όχι μεγάλα λόγια, δεν είπαμε;
-Μάλιστα...δηλαδή μ'εσένα πως γίνεται; Κατεβάζουμε το φερμουάρ, ξεκουμπώνουμε το παντελόνι, μπαπ, τελειώσαμε;
-Δε με παίρνει για περισσότερα.
-Μάλιστα...άκου τώρα, το μάθημα της ανατομίας.
Αυτός εδώ είναι ο εγκέφαλος, ο εγκέφαλος που όλο διψάει για αλήθεια και που ποτέ δεν του δίνουν αρκετή και που ποτέ δε χορταίνει. Κι αυτή εδώ είναι η κοιλιά, που διψάει για τροφή. Κι αυτό εδώ κάτω είναι το φύλο, που διψάει για έρωτα, γιατί νιώθει μοναξιά πότε πότε. Εγώ στη ζωή μου τα θρεψα, τα χόρτασα και τα τρία, όσο μπορούσα κι όσο ήθελα. Εσύ μπορεί την κοιλιά σου λίγο...με φασκόμηλο βέβαια. Αλλά από αλήθεια, από έρωτα...τίποτα. Τίποτα, τίποτα. Μόνο φουσκωμένα λόγια, και καμώματα, και πόζες...Της αφήνει το χέρι.

Το μάθημα τέλειωσε ε...μπορείς να πηγαίνεις.

Wednesday, November 11, 2009

παν μέτρον κάκιστον


Όλα τα νούμερα κάποτε κληρώνουν. Ακόμα και τα μεγαλύτερα νούμερα έχουν κάποιες πιθανότητες. Ο ήρωας μας όμως δεν πίστευε σ' αυτές τις παπαριές. Ζούσε σ' ένα υπόγειο απ' αυτά που οι σωλήνες του καλοριφέρ περνάνε δίπλα σου, απ' αυτά που το καζανάκι είναι μία αλυσίδα που καταλήγει στο πατάρι. Που ανάβεις μια ηλεκτρική συσκευή τη φορά. Τέλοσπάντων πήρατε μία ιδέα. Αυτό λοιπόν το ατομάκι πίστευε ότι παν μέτρον κάκιστον. Ήθελε να είναι γεμάτος ουσίες. Οποιαδήποτε ουσία δεν είχε σημασία, καφεΐνη, αλκοόλ, παυσίπονα, χόρτα, ψυχότροπα, υπνωτικά. Η αναμονή της λήψης μία από αυτές τις ουσίες τον κρατούσε ζωντανό. Η νοσταλγία-θύμηση της λήψης μία από αυτές τις ουσίες τον κρατούσε ζωντανό. Αναμονή-Νοσταλγία-Λύτρωση με όποια σειρά να ναι, δύο και τρεις και πολλές φορές.
Οι περισσότεροι άνθρωποι-ανθρωποειδή-αρθρόποδα-πεντάποδα-μονόχειρα-τρίχρωμα-ασπρόμαυρα έχουν και τα δύο τους μάτια κλειστά. Περπατάνε-έρπονται-πετάνε χωρίς να βλέπουν τίποτα, μερικοί έχουμε την τύχη να ανοίγουμε που και που ένα από τα δύο, εκείνος τα είχε και τα δύο ανοιχτά όποτε ήθελε απλά βαριότανε. Εντάξει μην τον κατηγορούμε είχε την αγία τριάδα του ( Αναμονή-Νοσταλγία-Λύτρωση).
Μία μέρα του την έπεσε ένας μαύρος, όχι καμία σχέση με ρατσιστή είπαμε άλλωστε έχει δύο μάτια και μπορεί να βλέπει τα πράγματα και τους ανθρώπους όπως είναι. Απλά ήταν μαύρος και πουλούσε πρέζα στα στενά της αθήνας. Του λέει σε μια σκουρόχρωμη γλώσσα που μόνον οι δύο τους κατάλαβαν, πως έχει δύο χάπια, ένα μπλε και ένα κόκκινο. Αν έπαιρνε το μπλε θα ξυπνούσε στον αληθινό κόσμο όπου κουμάντο κάνουνε οι δημοσιογράφοι και κρατάνε τους ανθρώπους σε κουκούλια ρουφώντας τους την υπέρτατη ανθρώπινη ουσία που αναπτύχθηκε μόνο στους ανθρώπους και λέγεται: ”κοινή γνώμη”. Αν έπαιρνε το κόκκινο θα συνέχιζε να κοιμάται στο τετράτοιχο κουκούλι του.
Ο μαλάκας ο δικός μας (παν μέτρον κάκιστον αν θυμάστε) τα κούμπωσε και τα δυο μαζί. Ξαφνικά έμεινε γδυτός και δυνατές παιδικές μνήμες τον πλημμυρίσανε. Έτρεχε σε ένα τεράστιο κατάστημα με χαλιά και μοκέτες, όλων των υφών, χρωμάτων και μυρουδιών, κυλιότανε χαιδευότανε , εκσπερμάτωνε στα πιο φανταχτερά υφάσματα. Σε όποια σχισμή μπορούσε να χωρέσει το παιδικό του μυαλό είχε κουλουριαστεί.
Εμείς ξέρουμε πως η διπλή επίδραση των χαπιών θα τον ξυπνούσε μέσα σε πραγματικά γεγονότα και θα τον κοίμιζε φυτεύοντας του ψεύτικα όνειρα. Αν αναρωτιέστε ποιοι είμαστε “εμείς”, είμαστε οι μαύροι που του πουλήσαμε τα χάπια. Μας είπαν πως ήταν ο εκλεκτός που να ξέραμε πως θα έπαιρνε και τα δύο χάπια.

Ο ήρωας μας -αρχίδια ήρωας δηλαδή- κοιμότανε μέσα σε άσπρα παιδικά δωμάτια και έβλεπε τηλεόραση.
Ξυπνούσε όμως μέσα σε χωράφια γεμάτα ηχεία να παίζουνε ηλεκτρονικούς παλμούς μουδιάζοντας το κορμί του.
Κοιμότανε και έβλεπε μπάτσους παντού μέσα στο σπίτι του.
Ξυπνούσε και χοροπηδούσε κολυμπούσε σε πράσινες θάλασσες, γύρναγε τσιγάρα, έτρωγε μανιτάρια, φιλούσε όποιον και όποια ήθελε.
Κοιμότανε και έκανε έρωτα πάνω στο κρεβάτι.
Ξυπνούσε με ιδρωμένη ραχοκοκαλιά, μέσα σε όλες τις γυναίκες της ζωής του.
Κοιμότανε και τον μαθαίνανε οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, οι στρατηγοί, τα αφεντικά πως να κοιμάται.
Ξυπνούσε μέσα σε καταλήψεις, συναυλίες, παραλίες και μάθαινε πως να μαθαίνει να μένει ξύπνιος.